Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

«Η Μεταμόρφωση»


«Η Μεταμόρφωση», του Φραντς Κάφκα
στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη
από την ομάδα Σημείο Μηδέν
Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Ψάχνοντας την αόρατη διέξοδο


     Ο εμπορικός αντιπρόσωπος Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνά ένα πρωί έχοντας παραδόξως μεταμορφωθεί σε ένα «τεράστιο απεχθές ζωύφιο». Το αρχικό σοκ του για την τρομερή αυτή του μετάλλαξη διαδέχεται άμεσα η αγωνία μήπως αργήσει στην απαιτητική και άχαρη δουλειά του, μήπως απολυθεί, μήπως δε μπορεί πλέον να συντηρεί τη χρεωμένη του οικογένεια: τους ηλικιωμένους γονείς του και την έφηβη αδερφή του, Γκρέτε. Ο Φραντς Κάφκα ξεκινά τη νουβέλα του «Η Μεταμόρφωση» με αυτό το άκρως παράλογο γεγονός που σηματοδοτεί ο τίτλος της, το οποίο ακολουθείται από τις επίσης παράλογες ανησυχίες του ήρωά της. Διότι, αν συνέβαινε σε κάποιον από μας μια ωραία πρωία να ξυπνήσει όντας μια μεγάλη, αηδιαστική κατσαρίδα, το λιγότερο που θα τον απασχολούσε θα ήταν οι... εργασιακές και οικογενειακές του υποχρεώσεις. Ή μήπως ναι;...
     Ένα σύμπαν γεμάτο άγχος και ενοχές, ζοφερό και αποπνικτικό, όπου ο άνθρωπος αποτελεί έρμαιο ενός παράλογου, αμείλικτου, και επιπλέον αόρατου μηχανισμού που εξουσιάζει το είναι του, αυτό είναι το σύμπαν του Φραντς Κάφκα, ενός από τους σημαντικότερους μοντερνιστές λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Στα έργα του καταμαρτυρούνται οι πιο έντονες υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς οι ήρωές του καταβάλλουν μάταιες και ιδιαίτερα επίπονες προσπάθειες να έρθουν σε επαφή με το αληθινό εγώ τους και τον προορισμό τους στη ζωή, πασχίζοντας να απεγκλωβιστούν από κοινωνικές και θεσμικές επιταγές που τους έχουν ενθυλακώσει σε ένα συγκεκριμένο καλούπι, στενό και κανονιστικό, μες στο οποίο οι ίδιοι αναπόφευκτα ασφυκτιούν. Τα εξωφρενικά γεγονότα που ορίζουν τον εφιαλτικό κόσμο του εξπρεσσιονιστή Κάφκα αντιστοιχούν πλήρως σε αυτά της ρεαλιστικής καθημερινότητας ενός συνηθισμένου κατοίκου μεγαλούπολης (που δεν ανήκει φυσικά στην τάξη των κεφαλαιούχων), ο οποίος αισθάνεται αναγκασμένος να κατασπαταλά όλη του την ενέργεια, σωματική και ψυχική, σε λογής αγγαρείες που του επιβάλλονται από τις εκάστοτε παγιωμένες κοινωνικές συνθήκες. Ο κόσμος των «πρέπει», του στρες και των νευρώσεων, ο κόσμος-χωνευτήρι των «θέλω» και της μοναδικότητας του ατόμου όπου η δημιουργικότητα καταπνίγεται και η πνευματική ψυχαγωγία γίνεται αντιληπτή ως περιττή πολυτέλεια, ο δικός μας κόσμος βρίσκει το είδωλό του μόλις ελαφρά παραμορφωμένο στον τρομακτικό «καθρέφτη» που συγκροτούν λογοτεχνικά έργα όπως αυτά του Κάφκα.
     Ο Γκρέγκορ Σάμσα αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα αλλοτριωμένου ανθρώπου «της μάζας», που ζει αποκλειστικά και μόνο για τους άλλους, καταπιέζοντας τις ανάγκες του και έχοντας προ πολλού απωλέσει τη δική του ταυτότητα. Άξαφνα όμως το καλόβολο εργατικό μυρμηγκάκι μεταμορφώνεται σε ένα σιχαμερό, ανεπιθύμητο παράσιτο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάποιοι μελετητές του Κάφκα εκφράζουν την άποψη ότι με αυτό τον παράδοξο τρόπο εκπληρώνεται η βαθύτερη επιθυμία του Γκρέγκορ, που, απηυδισμένος από το να φροντίζει διαρκώς τους άλλους, γίνεται επιτέλους αυτός το ανήμπορο αντικείμενο της φροντίδας τους. Η μεταμόρφωση όμως είναι σαφώς συμβολική: θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για μια κοινή νευρική κατάπτωση που παθαίνει ένας σκληρά εργαζόμενος υπάλληλος με ανύπαρκτη προσωπική ζωή και μηδαμινές χαρές. Ο Γκρέγκορ μπορεί λοιπόν να ιδωθεί ως ένα γρανάζι που χαλάει, ένα μηχανικό εξάρτημα που «σπάει» μη αντέχοντας άλλο τα αφόρητα βάρη τα οποία άθελά του, πλην όμως αγόγγυστα, έχει επωμιστεί. Στη συνέχεια της ιστορίας ο παραλογισμός εξακολουθεί: η οικογένεια δε σπεύδει ούτε να καταλάβει, ούτε να κάνει κάτι για να αλλάξει τη νέα κατάσταση του γιου-πρώην στυλοβάτη της, αλλά, αντίθετα, τον αντιμετωπίζει ως βδέλυγμα, τον περιορίζει στο δωμάτιό του, και εν τέλει φτάνει στο σημείο να εύχεται το θάνατό του...
     Η σκληρή, αντισυμβατική αυτή ιστορία του Κάφκα γνωρίζει μια αρμόζουσα στο είδος της σκηνική πραγμάτωση μέσα από μια εξίσου αντισυμβατική θεατρική ομάδα νέων καλλιτεχνών, ονόματι «Σημείο Μηδέν». Η «ψυχή» της ομάδας, ο νεαρός σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος, που υπήρξε για χρόνια βοηθός του Θεόδωρου Τερζόπουλου, φαίνεται να υιοθέτησε τα βασικά σημεία της πρωτοποριακής σκηνοθετικής μεθόδου του τελευταίου – μια μέθοδος φορμαλιστικού θεάτρου, όπου το υπερβολικά εκφραστικό σώμα του ηθοποιού γίνεται ο κύριος πομπός των νοημάτων του έργου, κι όχι τόσο τα λόγια που αυτός εκφέρει. Έτσι, ο Σάββας Στρούμπος, που μαζί με τη Δανάη Σπηλιώτη επιμελείται ο ίδιος τη μετάφραση της «Μεταμόρφωσης», έχοντας μέσα στους στόχους του την ελαχιστοποίηση του λόγου προς όφελος του σώματος, του ήχου και της εικόνας, καταλήγει σε μια λίαν σύντομη διασκευή του πολύ πιο περιγραφικού αρχικού κειμένου του Κάφκα, στην οποία ένας αφηγητής εξιστορεί τα βασικότερα σημεία της υπόθεσης αφαιρώντας τα επιμέρους πρόσωπα και γεγονότα.
     Το κέντρο της σκηνής, εύστοχα και άκρως απέριττα διαμορφωμένο από τον Γιώργο Κολλιό, περιστοιχίζεται από ημιδιάφανο πλαστικό, θυμίζοντας έτσι ένα κλειστό κουκούλι στο οποίο η τετραμελής οικογένεια Σάμσα είναι εγκλωβισμένη δίχως να το γνωρίζει – μια εύστοχη, μικρογραφική αναπαράσταση της ασφυκτικής σύγχρονης οικογένειας-κοινωνίας, από όπου δε μοιάζει να υπάρχει ελπίδα διαφυγής. Έξω από αυτό το «κουκούλι» βρίσκεται ο αφηγητής της ιστορίας (Σάββας Στρούμπος), μια θολή, απρόσωπη μορφή, κι επίσης έξω από αυτό, από την αντίθετη πλευρά, θα βρεθεί κι ο Γκρέγκορ μετά το θάνατό του, που αποτέλεσε τελικά τη μόνη διέξοδο που μπόρεσε να βρει για να γλιτώσει από την αρρωστημένη κατάσταση που βίωνε. Οι ηθοποιοί, μέσω της στιλιζαρισμένης στάσης, των έντονα σχηματικών κινήσεων και των εύγλωττων εκφράσεων και μορφασμών τους πιστοποιούν μια απολύτως συγκεκριμένη συνθήκη που όντως, δε χρειάζεται πολλά λόγια για να γίνει αντιληπτή στο κοινό (ο πατέρας, π.χ., αράζει στην κουνιστή του πολυθρόνα με ένα πρόσωπο που ακτινοβολεί γαλήνη και μακαριότητα, ενώ σε πλήρη αντίθεση έρχεται το ανήσυχο, αεικίνητο σώμα και το γεμάτο τύψεις και οδύνη πρόσωπο του γιου του). «Στη ‘Μεταμόρφωση’ μάς αφορά και η έννοια της μέχρι θανάτου εγγραφής στο σώμα νόμων, ενοχών, αξιών και ηθών από το κοινωνικό γίγνεσθαι», λέει ο Σάββας Στρούμπος, περιγράφοντας επακριβώς αυτό που μέλλει να δούμε στην παράσταση. «Τα πρόσωπα της ‘Μεταμόρφωσης’ δρουν και αντιδρούν σα να είναι μπλεγμένα μεταξύ τους με χιλιάδες νήματα, σε έναν παράλογο λαβύρινθο θρυμματισμένων ειδώλων», αναφέρει ακόμα ο σκηνοθέτης. Όντως, οι τέσσερις ηθοποιοί μπροστά μας μοιάζουν με μαριονέττες σε ντελίριο, τέσσερις μαριονέττες δεμένες με αόρατες, μπερδεμένες μεταξύ τους κλωστές, οι οποίες καταλήγουν στα δάκτυλα μιας τρελής, αόρατης, «θεϊκής» οντότητας, που θα μπορούσε κάλλιστα να ακούει στο όνομα «Κοινωνία» ή «Κατεστημένο»...
     Πρόκειται το δίχως άλλο για μια παράσταση με σαφέστατο σκοπό, όπου όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν εξίσου και με απόλυτη αρμονία στην τέλεια πλήρωσή του: οι ηθοποιοί, που δεν παριστάνουν ρεαλιστικούς χαρακτήρες αλλά μεταμορφώνονται σε «ιερογλυφικά σύμβολα», όπως θα ‘λεγε και ο Αρτώ, η ζοφερότητα που αποπνέει το λιτό σκηνικό (Γιώργος Κολλιός) με τα ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, τα οποία έχουν όλα κάποιο αυστηρά συμβολικό ρόλο, τα τυποποιημένα κοστούμια με τα εμβληματικά χρώματα (Γιώργος Κολιός, Rebekka Gutsfeld), η υποβλητική μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη, καθώς και οι καίριοι φωτισμοί του Κώστα Μπεθάνη. Μια έξυπνη καινοτομία του Σάββα Στρούμπου αποτελεί η επιλογή του να τονίσει την παθογένεια όχι μόνο του μεταμορφωμένου Γκρέγκορ, αλλά ολόκληρης της οικογένειας, της κατάστασης. Ένα τρανταχτό παράδειγμα: τα πρόσωπα των γονιών είναι βαμμένα με μια γκριζοπράσινη απόχρωση που παραπέμπει σε κάτι το νεκρό, ενώ η Γκρέτε, αν και σαφώς λιγότερο από τον Γκρέγκορ, παρουσιάζεται κι εκείνη σε σημαντικό βαθμό υποταγμένη στις απαιτήσεις αυτών των ανθρώπων-ζόμπυ. Το τέλος της παράστασης υπαινίσσεται σαφώς πως το εναπομείναν παιδί της οικογένειας Σάμσα, η κόρη, μέλλει να ακολουθήσει τα χνάρια και να έχει την ίδια τύχη με το νεκρό αδερφό της... εκτός κι αν εκείνη καταφέρει να ανακαλύψει μια διαφορετική, φαινομενικά αόρατη διέξοδο από τη δηλητηριασμένη αυτή ατμόσφαιρα των παρασίτων και των βρυκολάκων.
     Το ότι πρόκειται για δουλειά νέων ανθρώπων που δεν έχουν φτάσει ακόμα στο στάδιο της τέλειας καλλιτεχνικής ωριμότητας προδίδεται από κάποιες αδυναμίες της παράστασης, όπως κάποιες κινήσεις που κάνουν οι ηθοποιοί και φαντάζουν κάπως άγαρμπες και δίχως ξεκάθαρη σημασία/ στόχο (όπως και κάποια συχνά επαναλαμβανόμενα υστερικά γέλια), ή οι μη απαραίτητες, επίμονες κρούσεις αντικειμένων, που μάλλον ενοχλούν το θεατή... Τα θετικά στοιχεία όμως υπερτερούν και καθίσταται αναμφισβήτητο ότι η συγκεκριμένη παράσταση είναι αποτέλεσμα όχι μόνο σκληρής δουλειάς, αλλά και ενδελεχούς μελέτης. Οι πιο «φρέσκοι» θεατρόφιλοι, που έχουν την εντύπωση ότι το θέατρο (πρέπει να) είναι μονάχα βιωματικό, ίσως ξαφνιαστούν από αυτό το ιδιάζον δείγμα του... Σ' αυτούς θα πρότεινα να αφεθούν να νιώσουν τους σωματικούς κραδασμούς των ηθοποιών και τα δυνατά μηνύματα και συναισθήματα που αυτοί εκπέμπουν.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Μετάφραση: Σάββας Στρούμπος, Δανάη Σπηλιώτη
Διασκευή: Ομάδα Σημείο Μηδέν
Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος
Σκηνικά: Γιώργος Κολλιός
Κοστούμια: Γιώργος Κολιός, Rebekka Gutsfeld
Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης
Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μιλτιάδης Φιορέντζης (Γκρέγκορ)
Ελεάνα Γεωργούλη (Γκρέτε)
Μαρία Αθηναίου (Κυρία Σάμσα)
Θοδωρής Σκυφτούλης (Κύριος Σάμσα)
Σάββας Στρούμπος (Αφηγητής)

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Πέμπτη-Κυριακή: 21.30 μ.μ. Μέχρι 27/5
Εισιτήρια: € 15, φοιτητικό: € 10, άνεργοι-νέοι κάτω των 25 ετών: € 7.
Διάρκεια: 90'

ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, ΑΙΘΟΥΣΑ «ΘΕΑΤΡΟ»

Πειραιώς 206, Ταύρος
Τηλ.: 2103418550

 Το τρέιλερ της παράστασης:


1 σχόλιο: