Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Ένας άνθρωπος-πουλί σε μια παράσταση που θα σας απογειώσει


  Birdy, του Γουίλιαμ Γουόρτον
στο θέατρο Altera Pars
Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος
Τέσσερις από τους συντελεστές της παράστασης: Παναγιώτης Ασημακόπουλος, Πέτρος Νάκος, Ορέστης Τρίκας και Γεράσιμος Πετικάρης.

     Φτερά. Ελαφράδα. Πτήσεις. Αιώρηση. Λέξεις με έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες με την παιδική ηλικία και την πρώτη νεότητα. Και, αντίθετα, η «προσγείωση», τα «βάρη», η ανάγκη να «πατάς γερά στη γη» - τούτα πικρά κληροδοτήματα της ωριμότητας, πασπαλισμένα όμως με χρυσόσκονη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να λογιστούν προτερήματα. «Σοβαρός και προσγειωμένος», ακούμε για κάποιον, κι αυτός ο κάποιος γίνεται μεμιάς αντικείμενο της βαθιάς μας εκτίμησης. Κι έτσι είναι... Γιατί, λησμονώντας να «πετάμε» μεγαλώνοντας, όλοι μας αναζητούμε ανθρώπους γερά στεριωμένους στο έδαφος, ώστε να βασιστούμε πάνω τους. Κι όμως, αντ’ αυτού, μάλλον καταλήγουμε να παραπαίουμε όλοι μαζί, λειψοί και κουτσουρεμένοι, ενώσω ο ξεχασμένος, γεμάτος πίστη και σιγουριά εαυτός της νιότης μας ίπταται ακόμη κάπου εκεί ψηλά, αντάμα με τα σπαράγματα των ονείρων-φαντασμάτων μας...
     Ο Γουίλιαμ Γουόρτον, γράφοντας το έργο του «Birdy», θέλει πάνω απ’ όλα να εκθέσει την εναντίωσή του σε κάθε μορφή καταναγκαστικής προσγείωσης. Το «Birdy» είναι ένας ύμνος στην πτήση. Στην ομορφιά της αιώρησης, στην ανάερη ελευθερία που αισθάνεται όποιος ακούει την καρδιά του και ζει ευτυχισμένος με τον τρόπο που θέλει, δίχως να νοιάζεται για το αν θεωρείται από τους άλλους παράξενος ή ακόμα και τρελός. Ο έφηβος ήρωας Μπέρντυ έχει πάθος με τα πουλιά. Τα θαυμάζει, τα αγαπά και τα φροντίζει, και παράλληλα προσπαθεί κι ο ίδιος να πετάξει, φτιάχνοντας αυτοσχέδια φτερά και αποτολμώντας... άλματα από διάφορα επίφοβα ύψη. Με τον αγαπημένο του φίλο, Αλ, που εκτός από το να βοηθά τον Μπέρντυ στο κυνήγι και στο τάισμα των πουλιών καταπιάνεται και με πιο συνηθισμένες εφηβικές ασχολίες, όπως τα ραντεβού με κορίτσια και η μπάλα, ζούνε ξεχωριστές στιγμές, γεμάτες ενθουσιασμό και ξέφρενα όνειρα. Όμως, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέλλει να χωρίσει τους δυο φίλους, που αμφότεροι θα κληθούν να πολεμήσουν για τον αμερικάνικο στρατό. Θα ξαναβρεθούν χρόνια μετά, ο Αλ τραυματισμένος κι ο Μπέρντυ με χαμένα τα λογικά του, να συμπεριφέρεται σαν πουλί κλεισμένος στο κελί μιας ψυχιατρικής κλινικής. Ο Αλ, μετά από πρόσκληση του ψυχίατρου Βάις, θα προσπαθήσει να «επαναφέρει» τον Μπέρντυ, μιλώντας του ακατάπαυστα για τις φευγαλέες, γλυκόπικρες αναμνήσεις της εφηβικής τους ηλικίας...
     Στο συγκεκριμένο έργο η φιλία σκιαγραφείται ως η πιο βαθιά ανθρώπινη επαφή, η πιο σημαντική για τους ήρωες Αλ και Μπέρντυ. Διότι δεν πρόκειται για δύο παντελώς ανέμελους νέους, παρά την αναμφισβήτητη, όμοια λαχτάρα τους για πτήσεις, τόσο κυριολεκτικά (για τον έναν μέσω των ψεύτικων φτερών, για τον άλλον μέσω της μοτοσυκλέτας του), όσο και μεταφορικά (μέσω των «ιπτάμενων» ονείρων τους). Και πριν ακόμα το ξέσπασμα του πολέμου, οι δυο νέοι βιώνουν άγριες, «εμπόλεμες» καταστάσεις στο ίδιο τους το σπίτι. Ο Αλ κακοποιείται σωματικά από τον πατέρα του, που τον χτυπά, κι ο Μπέρντυ ψυχολογικά από τη μητέρα του, που κλέβει τις μπάλες των φίλων του και δηλητηριάζει τ’ αγαπημένα του κατοικίδια, τα περιστέρια. Οι συνέπειες του πολέμου (παράνοια, σωματικοί τραυματισμοί), μοιάζουν με τελειωτικά χτυπήματα για δυο ανθρώπους που από την απαρχή της ζωής τους βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον βίαιο και αφιλόξενο. Μοιάζουν... δεν είναι όμως! Διότι, μέσα στο σκότος του πολέμου και της αγριότητας, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους, καθώς και η αγάπη τους για τα όνειρα, αρκούν για να διαλύσουν το αποπνικτικό, ερεβώδες κλίμα που επικρατεί και να γεννήσουν ξανά την ελπίδα για μια όμορφη, φωτεινή ζωή... με φτερά!
     Όλα τα παραπάνω μηνύματα του έργου τονίζονται με ιδιαίτερα εμπνευσμένο και αριστοτεχνικό τρόπο από τον σκηνοθέτη-ηθοποιό Πέτρο Νάκο. Ο Πέτρος Νάκος έστησε στον πολύ λειτουργικό χώρο του Altera Pars (από τους πιο καλαίσθητους θεατρικούς χώρους που έχω επισκεφτεί φέτος, με μεγάλη σκηνή και αρκετά άνετα καθίσματα τοποθετημένα σε κερκίδες, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η τέλεια θέαση) μια παράσταση με «κινηματογραφικό» χαρακτήρα, γεμάτη ένταση, γλαφυρά αισθήματα και ζωηρόχρωμες οπτικοακουστικές εικόνες. Σμιλεμένοι διεξοδικά οι χαρακτήρες, καλοδουλεμένες οι μεταξύ τους σχέσεις, αιχμαλωτίζουν την προσοχή των θεατών από την πρώτη στιγμή. Θέαμα ιδιαίτερα καλλίμορφο, στην καλαισθησία του οποίου συμβάλλουν σημαντικά τα σκηνικά του Altera Pars (σε αυτά θα αναφερθώ εκτενώς παρακάτω), καθώς και τα φαντασμαγορικά κινηματογραφικά εφέ (προβαλλόμενα βίντεο, σύννεφα καπνού κ.α.) και τα εύθυμα, χορευτικά ιταλικά 60's (επιλογή του ιταλικής καταγωγής σκηνοθέτη), καθώς και η πρωτότυπη μουσική του Νίκου Τσέκου. Ειδική μνεία αξίζουν και οι εύγλωττοι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση, κάπως «φλύαροι» ίσως, εντούτοις απόλυτα ταιριαστοί στο όλο πνεύμα του θεάματος.
     Πάνω στη σκηνή, που χωρίζεται σε δύο επίπεδα, εκτός από τους δύο φίλους συνυπάρχουν και δύο χρόνοι: αυτός της ενήλικης ζωής, του «προσγειωμένου» παρόντος των ηρώων στο πρώτο επίπεδο, κι αυτός της εφηβείας, του «αιωρούμενου» παρελθόντος, στο δεύτερο επίπεδο, τοποθετημένο έναν όροφο ψηλότερα.  Το σκηνικό του Altera Pars, ιδιαίτερα πλούσιο κι εντυπωσιακό, όλο χαριτωμένες λεπτομέρειες (κλουβιά με καναρίνια, καροτσάκια με ιατρικά εργαλεία, μια αληθινή μοτοσυκλέτα κτλ), δίχως ωστόσο να καταντά βαρύ, αναπαριστά στο πρώτο επίπεδο την ψυχιατρική κλινική, το κελί του Μπέρντυ, το γραφείο του γιατρού Βάις, και στο δεύτερο τη σοφίτα του σπιτιού του κεντρικού ήρωα κι ακόμα, πίσω από μια πόρτα με ημιδιάφανα τζάμια που ανοιγοκλείνουν ενίοτε, έναν χώρο που μεταβάλλεται ανάλογα με την περίσταση σε γραμμές τραίνου, σε παγωμένη λίμνη, σε δρόμο κ.α.. Ευρηματική η σκηνή όπου το παρελθόν συνομιλεί με το παρόν – ο λοχίας Αλ απαντά στις ερωτήσεις του Βάις με ακίνδυνα ψεύδη, ενώ το νεαρό alter ego του, σε ρόλο συνείδησης, βροντοφωνάζει από ψηλά την αλήθεια, χλευάζοντας τη δειλία του ενήλικου εαυτού του.
     Οι ηθοποιοί αποτελούν όλοι τους ιδεώδεις επιλογές για το ρόλο που επωμίζονται. Υπέροχος ο Παναγιώτης Ασημακόπουλος στο ρόλο του νεαρού Μπέρντυ, όλος σφρίγος και νεανική ζωηράδα, δίνει όντως την εντύπωση πως αναμένεται να... πετάξει από στιγμή σε στιγμή. Έκπληξη προκαλεί και η απίστευτη εξοικείωσή του με τα ύψη – εξοικείωση ακροβάτη – σε κάνει από τη μια να αναρωτιέσαι για το πόσο πολύ έχει μπει στο πετσί του ρόλου του και από την άλλη να... ανησυχείς για την τύχη του («κι αν πέσει από εκεί όπου σκαρφάλωσε;;»). Πολύ καλός και ο Ορέστης Τρίκας στο ρόλο του νεαρού Αλ – μαζί με τον Παναγιώτη Ασημακόπουλο αποτελούν ένα δίδυμο «αχτύπητο», που δίνει με αμεσότητα τον ορισμό της αληθινής φιλίας∙ φιλίας ωστόσο μπολιασμένης με ένα έντονο στοιχείο ομοφυλοφιλίας, που όμως δεν εκδηλώνεται με κραυγαλέο τρόπο (το φιλικό στοιχείο υπερισχύει σημαντικά του ερωτικού).
     Ο Γεράσιμος Πετικάρης (Μπέρντυ) καταπλήσσει ως «τρελός», με τις τέλεια απορρυθμισμένες κινήσεις του και τις γεμάτες εσωτερική ένταση συσπάσεις του προσώπου του. Στιβαρή η παρουσία του Γιώργου Σουξέ (ψυχίατρος Βάις), αποδίδει εξαιρετικά την ωμότητα και την ψυχράδα του χαρακτήρα που ερμηνεύει. Ικανοποιητική η ερμηνεία του νοσοκόμου από τον Σίμωνα Κυπαρισσόπουλο, αν και κάπως άτονη την κορυφαία στιγμή του ξεσπάσματός του. Τέλος, ο Πέτρος Νάκος ενσαρκώνει τον λοχία Αλ με έκδηλη την απογοήτευση για τα ρημαγμένα του όνειρα και την ειλικρινή αγωνία του να επαναφέρει τον φίλο του στα συγκαλά του∙ εντούτοις, κάποιες στιγμές το παίξιμό του φαντάζει λιγάκι εξωτερικό.
     Το τέλος, αν και αισιόδοξο, αφήνει μια αίσθηση παράξενη, σα να μην ικανοποιεί αρκετά, σα να μην είναι εκείνο που θα ολοκλήρωνε ιδανικά τη δυνατή αυτή παράσταση. Θα έπρεπε ίσως να υποστηριχτεί από μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση εκ μέρους των ηθοποιών και περισσότερη επεξεργασία της μεταξύ τους σχέσης, η οποία «ξαναξυπνά» ως εκ θαύματος, γεμάτη με ισχυρότατα αισθήματα αγάπης, αληθινής φιλίας και αλληλοκατανόησης, και με την υπόσχεση μιας παταγώδους επιστροφής στην όμορφη «τρέλα» της νιότης. Το διάλειμμα όχι απαραίτητο∙ απότομο σαν ανεπιθύμητο ξύπνημα διακόπτει τη μαγεία του θεάματος και γι’ αυτό το λόγο θα ήταν προτιμότερο να παραληφθεί.
     Μια παράσταση όμοια με τρισδιάστατη ταινία, γεμάτη συναισθήματα, ήχους και χρώματα, υπόσχεται να... απογειώσει τις αισθήσεις των θεατών της. Παράλληλα, στοχεύει να επαναφέρει στη μνήμη μας την αξιοζήλευτη ικανότητα του πετάγματος. Διότι, δεν είναι ότι δε μάθαμε ποτέ να πετάμε. Απλά, πολλοί από μας έχουμε ξεχάσει πώς...

 Το "τρέιλερ" της παράστασης.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΠΟΤΕ ΠΑΙΖΕΤΑΙ:
http://www.athinorama.gr/theatre/data/performances/?id=10008877