Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τον παλιό, όμοιο καιρό...


«Το παράπονο του νεκροθάπτου», του Εμμανουήλ Ροΐδη
στο Θέατρο Booze Cooperativa
Σκηνοθεσία: Αντρέας Κουτσουρέλης

Οι συντελεστές της παράστασης: Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης, Παναγιώτης Μαρίνος.
 
     Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενός αληθινά αξιόλογου θεατρικού έργου είναι το δίχως άλλο η διαχρονικότητα των θεμάτων και των νοημάτων που αυτό πραγματεύεται. Στη διαχρονικότητα κατά βάση οφείλεται η αθάνατη παντοδυναμία των σαιξπηρικών και των αρχαιοελληνικών δραμάτων, τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να πάψουν να αναβιώνουν στη σκηνή φωτισμένα υπό μυριάδες διαφορετικούς σκηνοθετικούς «προβολείς» και προκαλώντας πάντα όμοια συγκίνηση στους θεατές τους. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και με κάθε κορυφαίο δείγμα της τέχνης του γραπτού λόγου – ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα που άγγιξαν βαθιά τους αναγνώστες τους από τη στιγμή που πρωτοδημοσιεύτηκαν, ακόμα και γραμμένα αιώνες πριν εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιρα και πάντα εξίσου συναρπαστικά. Κι αυτό γιατί, αν και οι αλλοτινές κοινωνικές συνθήκες φαντάζουν κάπως διαφορετικές από τις σημερινές, τα αισθήματα, οι αδυναμίες και, γενικά, τα λοιπά θετικά ή αρνητικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης ελάχιστες έως μηδαμινές είναι οι παραλλαγές που παρουσιάζουν από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα...
     «Το παράπονο ενός νεκροθάπτου», διήγημα γραμμένο σε καθαρεύουσα το 1895 από τον πνευματώδη συγγραφέα της διάσημης «Πάπισσας Ιωάννας», Εμμανουήλ Ροΐδη, παρά την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του αποτελεί τυπικό παράδειγμα ενός διαχρονικού έργου και παράλληλα – δυστυχώς –  απολύτως επίκαιρου. Πρόκειται για τη ρεαλιστική, πιθανώς αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που εξαπατήθηκε οικτρά από έναν ψεύτη πολιτικό, τοποθετημένη σε μια εποχή ακόμα πιο παλιά από εκείνη του συγγραφέα της (τέλη 1700-αρχές 1800). Κεντρικός ήρωάς της ο Αργύρης Ζώμας, κηπουρός και βαρκάρης στη Σύρο, πατέρας εφτά παιδιών, ο οποίος, παραπλανημένος από έναν Αθηναίο συνταγματάρχη που ανταλάσσει... υποσχέσεις με συλλογή ψήφων προκειμένου να εκλεγεί βουλευτής, καταλήγει από ευτυχισμένος οικογενειάρχης με αξιοπρεπή ζωή να γίνει ένας χαροκαμένος νεκροθάφτης, ολοσχερώς κατεστραμμένος οικονομικά μα κυρίως ψυχικά...
     Και πριν ακόμα τη συγγραφή του «Παράπονου», ο Ροΐδης υπήρξε απόλυτα σαφής ως προς τη δυσμενή άποψή του τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για τους υποστηρικτές τους. «Πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου», εκτιμούσε ο Ροΐδης το 1875, ορίζοντας επιπλέον ως πολιτικό «κόμμα» μια «ομάδα ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθρογραφώσι εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι». Και σε ποιον από μας άραγε δε θυμίζουν οι παραπάνω εκτιμήσεις του προ εκατονταετίας εκλιπόντα συγγραφέα το κλίμα που επικρατούσε μέχρι πολύ πρόσφατα στη χώρα μας, εκείνη την κρίση αξιών που σε σημαντικό βαθμό προλείανε το έδαφος για την οικονομική κρίση που ακολούθησε; Οι πελατειακές σχέσεις, τα ρουσφέτια, οι ισχυροί πολιτικοί και οι δουλοπρεπείς οπαδοί τους που συνήθιζαν να συλλέγουν εναγωνίως τις ψήφους εκείνες που θα εξασφάλιζαν στους πρώτους την πολυπόθητη εξουσία και στους δεύτερους τις ονειρεμένες, ως επί τω πλείστω άνευ ουσίας, αργόμισθες δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, αποτελούσαν μια κοινώς αποδεκτή και, για τους έχοντες ακόμα κάποια ίχνη συνείδησης και αξιοπρέπειας, μια άκρως αποκρουστική πραγματικότητα.
     Το «Παράπονο ενός νεκροθάπτου», παρά την υπερβολικά τραγική του υπόθεση δεν προκαλεί ακατάσχετη δακρύρροια στον αναγνώστη, χάρη στο παιγνιώδες ύφος του συγγραφέα, που, αν και γράφει σε α΄ πρόσωπο, εντούτοις θέτει στο ρόλο του αφηγητή όχι τον ίδιο τον Ζώμα, αλλά έναν παλιό του γνώριμο, που τον συναντά τυχαία στο νεκροταφείο. Με αυτό τον ευρηματικό τρόπο επιτυγχάνεται μια σημαντική αποστασιοποίηση από τον αξιολύπητο πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον οποίο ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με κριτική και, συχνά, ελαφρώς σκωπτική διάθεση. «Ανάθεμα εις την πολιτικήν!», ψιθυρίζει ο ταλαίπωρος νεκροθάφτης, για να λάβει την εξής απάντηση από τον συνομιλητή του, που προφανώς αποτελεί alter ego του Ροΐδη: «Πταίεις όμως και συ που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ και όσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν». «Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσο μεγαλυτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν», του αντιτείνει μεταξύ άλλων ο νεκροθάφτης προσπαθώντας να δικαιολογηθεί. Η τραγωδία του Ζώμα υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι τίποτε δε διδάχτηκε από τα παθήματά του, ότι δεν αναλογίστηκε καν πόσο μεγάλη απερισκεψία ήταν από μέρους του να εμπιστευτεί ό,τι είχε και δεν είχε στα χέρια ενός ανθρώπου συμφεροντολόγου και αναξιόπιστου, τον οποίο ελάχιστα γνώριζε.
     Η παράσταση που στήνει ο Αντρέας Κουτσουρέλης με ισχυρό του θεμέλιο το ευφυέστατο, δηκτικό αυτό διήγημα του Ροΐδη είναι μια παράσταση σεμνή, που, καταρχάς, αναγνωρίζει την αυτοδυναμία του κειμένου και τίθεται στην υπηρεσία του με τον πλέον διακριτικό τρόπο, χωρίς να προσπαθεί ούτε να το υπερτονίσει, ούτε να το επισκιάσει. Άλλωστε, τα λογοτεχνικά κείμενα, ήδη ολοκληρωμένα έργα τέχνης, προορισμένα για ανάγνωση και ως εκ τούτου πολύ πιο περιγραφικά από τα θεατρικά, αποδίδουν πλήρεις εικόνες που δε χρήζουν σκηνοθετικής συμβολής ώστε να γίνουν πιότερο αντιληπτές στο κοινό. Γι’ αυτό τον λόγο, ένα όσο το δυνατόν «απαλότερο» άγγιγμα του σκηνοθέτη πάνω σε τέτοια κείμενα αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, καθότι η δημιουργία μιας αμιγώς θεατρικής παράστασης θα απαιτούσε φυσικά τη δραματουργική επεξεργασία του πεζού αυτού κειμένου, η οποία θα κινδύνευε όμως να του αφαιρέσει μέρος της γοητείας του.
     Όχι τόσο «θεατρική παράσταση», λοιπόν, όσο δραματοποιημένη αφήγηση μιας ιστορίας από τέσσερις ηθοποιούς (Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης, Παναγιώτης Μαρίνος) καθισμένους σε τέσσερις καρέκλες, μέσα σε μια άδεια σκοτεινή σκηνή που φωτίζεται ενίοτε, διαδοχικά ή και ταυτόχρονα, από τέσσερα φώτα τοποθετημένα πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών που τα αναβοσβήνουν οι ίδιοι ανάλογα με το ποιος από αυτούς λαμβάνει κάθε φορά το λόγο. Τις υποβλητικές φωνές τους συνοδεύει ενίοτε η απαλή μουσική που ακούγεται από ένα παλιό πικ-απ στο κέντρο της σκηνής. Το σκοτάδι που κυριαρχεί και η θεαματική λιτότητα του χώρου αλλά και των εκφραστικών μέσων των ηθοποιών, που χρωματίζουν τις φωνές τους με τις πιο ήπιες φωνητικές τους αποχρώσεις χωρίς να καταφεύγουν επ’ ουδενί σε κραυγές και περιττές εξάρσεις, όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κατανυκτική, παρόμοια με αυτή του εκκλησιάσματος, των παραμυθιών που ψιθυρίζει μια παραδοσιακή γιαγιά δίπλα στο τζάκι ή τις ιστορίες που λένε οι στρατοκόποι γύρω από μια αναμένη φωτιά μέσα στο δάσος... Η  συσκοτισμένη σκηνή ανάγεται τελικά σε μαύρο καμβά, που η φαντασία του θεατή καλείται υπνωτισμένη να κοσμήσει με τις δικές της νοερές αντανακλάσεις.
     Ένα θέαμα-αποθέωση της λιτότητας, που ευφραίνει, ενεργοποιεί και οξυγονώνει τη σκέψη, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην αφύπνιση της λογικής παρά στην επίκληση του συναισθήματος. Αντάμα με τον αφηγητή-Ροΐδη, παρατηρούμε συλλογισμένοι και μετριοπαθείς τις πονεμένες εκμυστηρεύσεις του άτυχου αλλά και αφελούς νεκροθάφτη, δίχως να παρασυρόμαστε στη δίνη της συμπόνοιας μας γι’ αυτόν και δίχως να ταυτιζόμαστε – τουλάχιστον απόλυτα – μαζί του. Το κλείσιμο του έργου, με τη χαριτωμένη παιδική φωνούλα που ακούγεται από το πικ-απ, σηματοδοτεί ίσως την ελπιδοφόρα πιθανότητα μιας νέας αρχής, μιας νέας, υπεύθυνης στάσης μας απέναντι στη ζωή, όπου θα κληθούμε να πιστέψουμε ότι, παρά τις όποιες αντιξοότητες και όσο κι αν προσπαθούν να μας το αποκρύψουν, εμείς οι ίδιοι κρατάμε στα χέρια μας τα ηνία της μοίρας μας κι εμείς την καθοδηγούμε από το σκοτάδι στο φως... Εμείς και κανένας άλλος.


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας: Εμμανουήλ Ροΐδης
Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Αντρέας Κουτσουρέλης

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: 
Δημήτρης Αντωνιάδης,
Στάθης Βούτος,
Αντρέας Κουτσουρέλης,
Παναγιώτης Μαρίνος
Συμμετέχει με την ελπίδα και τη φωνή της η μικρή μας φίλη Μαριλένα Παπαδημητρίου

Παραγωγή: Art Syndicate

Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 9.15 μ.μ.
από τις 14 Μαρτίου 2012

Εισιτήρια: Κανονικό-15 ευρώ
Φοιτητικό, Μαθητικό, ΑΜΕΑ ,Άνεργοι -10 ευρώ

Θέατρο Booze Cooperativa
Κολοκοτρώνη 57
Μοναστηράκι
Τηλ.: 210-3240944