Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Παθιασμένος έρωτας χωρίς άγγιγμα... για κείνους... και για μας!


«Bent», του Μάρτιν Σέρμαν
στον Πολυχώρο Πολιτισμού Vault
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς

Οι ηθοποιοί: Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ), Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ), Πάνος Ροκίδης (Θείος Φρέντυ, Αξιωματικός), Θοδωρής Πανάς (Γκρέτα), Ιούλιος Τζιάτας (Βολφ, Αξιωματικός), Νικόλας Σουλογιάννης (Στρατιώτης, Βίκτωρ, Δεκανέας) και Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ)
     «Τα καταφέραμε! Δε μπορούν να μας σκοτώσουν! Κάναμε έρωτα! Είμαστε ζωντανοί! Είμαστε άνθρωποι!».
     Όχι, δεν είναι τα λόγια κάποιου που πριν λίγο γεύτηκε την ερωτική ευτυχία αγκαλιασμένος με το έτερόν του ήμισυ πάνω σ’ ένα μεγάλο, άνετο κρεβάτι με καθαρά σεντόνια... Είναι τα λόγια ενός σκονισμένου, κατάκοπου αιχμαλώτου του Νταχάου, που στέκει ημίγυμνος σε στάση προσοχής κατά τη διάρκεια της τρίλεπτης υποχρεωτικής «ξεκούρασης» από τη σκληρή και ανούσια εργασία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο εραστής του παρίσταται δίπλα του σε όμοια στάση κάτω από τον καυτό ήλιο, υπό τη μακρινή εποπτεία ενός Ναζί φρουρού που έχει την εντύπωση πως «βλέπει τα πάντα». Οι δυο άντρες είναι κάθιδροι... όχι όμως λόγω της αφόρητης ζέστης, ούτε της τρομερής κούρασης... αλλά εξαιτίας της υπέρμετρης ηδονής που βίωσαν προ ολίγου μαζί. Γιατί, όσο απίστευτο κι αν φαντάζει, πριν από λίγο οι δυο τους κατάφεραν να κάνουν έρωτα... Χωρίς να αγγιχτούν. Χωρίς καν να κοιτάζονται...
    Μια ιστορία αγάπης δυο ανθρώπων του ίδιου φύλου που λαμβάνει χώρα την εποχή του Ολοκαυτώματος στο Νταχάου είναι ο βασικός άξονας του πολυθεματικού θεατρικού έργου του Μάρτιν Σέρμαν «Bent» (1979), το οποίο ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, έπειτα στο Μπρόντγουεϊ και στη συνέχεια παίχτηκε σε πάνω από πενήντα χώρες γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Ετυμολογικά, «bent» είναι ένα υποτιμητικό συνώνυμο της λέξης «ομοφυλόφιλος», που χρησιμοποιούνταν ευρέως παλιότερα σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, όμως, στην αγγλική «bent» λέγεται και ο «αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα». Παρακολουθώντας την υπόθεση του έργου, δε μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πόσο πολύ του ταιριάζει αυτός ο δίσημος τίτλος.
    Πρωταγωνιστής του «Bent» είναι ο Μαξ, ένας σεξουαλικά απελευθερωμένος ομοφυλόφιλος άντρας που διάγει έκλυτο βίο στο Βερολίνο του 1930, παραδομένος σε κάθε λογής πάθος: ποτό, κοκαΐνη, σεξ. Ο Μαξ συζεί με τον Ρούντυ, έναν νεαρό χορευτή, αυτό όμως δεν τον αποτρέπει από το να κάνει κάθε τόσο one night stands στο διαμέρισμά του με διάφορους άντρες που γνωρίζει στο γκέι κλαμπ που δουλεύει ο φίλος του. Η ασύδοτη, ξένοιαστη ζωή του ήρωα θα λάβει τέλος τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (1934), όταν ο Χίτλερ θα αποφασίσει να πατάξει την ομοφυλοφιλία στη Γερμανία διατάζοντας τη δολοφονία πάνω από διακοσίων στελεχών των Ες Ες, καθώς και των συντρόφων τους. Ο Ρούντυ και ο Μαξ, που για κακή του τύχη πέρασε το προηγούμενο βράδυ με έναν νεαρό αξιωματικό, θα γίνουν στόχος της Γκεστάπο, θα κυνηγηθούν και εν τέλει θα συλληφθούν. Ο Ρούντυ θα πεθάνει στο τρένο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στο Νταχάου. Ο Μαξ θα κάνει το παν για να πείσει τους Ναζί ότι δεν είναι ομοφυλόφιλος αλλά Εβραίος, προκειμένου να έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει. Στο Νταχάου θα έρθει κοντά με έναν άλλο ομοφυλόφιλο κρατούμενο, τον Χορστ. Οι δυο τους θα συνάψουν μια δυνατή πλατωνική σχέση που θα συνδαυλίσει τη λαχτάρα τους για ζωή και θα απαλύνει τα φοβερά δεινά τους στο στρατόπεδο...
    Το έργο έγινε αιτία την εποχή που γράφτηκε να αναδειχτούν ιστορικά ζητήματα που ως τότε καλύπτονταν από μαύρο σκότος. Όλοι γνώριζαν σαφώς για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, ελάχιστοι όμως ήξεραν ότι και οι φανερά ομοφυλόφιλοι είχαν τότε την ίδια και χειρότερη μοίρα, κι ας ήταν βέροι εκπρόσωποι της «Άριας Φυλής». Ο Μάρτιν Σέρμαν, ομοφυλόφιλος και Εβραίος ο ίδιος, χρησιμοποιεί ως ζοφερό φόντο στο δράμα του τη στυγνή φρικαλεότητα μιας παρανοϊκής εξουσίας καθοδηγούμενης από δύο τυφλά, εξίσου πανάσχημα θηρία, το Ρατσισμό και το Σεξισμό. Το σκοτάδι όμως του πόνου, του ηθικού ξεπεσμού και της απόγνωσης υπερνικείται από το άπλετο φως της αγάπης και της αλήθειας. Το «Bent» μαγεύει γιατί, όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο, ιδιαιτέρως «μαύρο» θέμα, στην πραγματικότητα το υπερβαίνει, αποκαλύπτοντας την ουσία της ίδιας της ζωής και υπερυψώνοντας το βαθύτερο νόημά της. «Έρωτας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Με τόση πείνα, τόσο φόβο, τόση κούραση... Αδύνατον!», μπορεί να σκεφτεί κανείς. Κι όμως! Η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή αναδεικνύεται πιο σημαντική για την επιβίωση από την τροφή. Όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι: «Το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει, αλλά να ξέρει γιατί ζει». Και ποιο κίνητρο για να συνεχίζει να ζει κανείς είναι ισχυρότερο από την αγάπη; Αυτό μας αποδεικνύει ο Μαξ∙ και γι’ αυτό το πικρό τέλος του έργου μας προσφέρει μια παράξενη λύτρωση, μια αίσθηση δικαίωσης. Διότι ο αρχικός, τυφλός πόθος του ήρωα για επιβίωση με κάθε κόστος αντικαθίσταται με τη βαθύτερη επιθυμία μιας ζωής με γνήσια αισθήματα και αξίες, μιας ζωής που αξίζει.
   Τις πρόβες του «Bent» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά στον Πολυχώρο Πολιτισμού Vault παρακολούθησε και ο ίδιος ο Μάρτιν Σέρμαν, ο οποίος σε συνέντευξή του ανέφερε ότι εντυπωσιάστηκε από αυτές και εξέφρασε την πεποίθησή του για την επιτυχία των παραστάσεων που θα ακολουθούσαν. Οι προβλέψεις του Σέρμαν επαληθεύτηκαν. Ο Δημήτρης Καρατζιάς με την επάξια συνεισφορά όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών δημιούργησε μια εξαιρετικά δυνατή και δεμένη παράσταση, που από την πρώτη στιγμή σε «αρπάζει» στα στιβαρά της μπράτσα και σε αιχμαλωτίζει στην αγκαλιά της.
     Η παράσταση, σαν ταξίδι σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε «ρουφά» από την πρώτη στιγμή μέσα στο ιδιαίτερο, γεμάτο εναλλαγές κλίμα της μ’ ένα έξυπνο τρικ που συντελείται στο φουαγιέ, καθιστώντας για λίγο και τους θεατές «συνένοχους» στο θέαμα. Το αποφασιστικό άγγιγμα του σκηνοθέτη μουντζουρώνει τα όρια μεταξύ πλατείας και σκηνής, πραγματικότητας και φαντασίας, ενώ οι ηθοποιοί υπό την καθοδήγησή του πλάθουν πολυδιάστατους χαρακτήρες προσεγμένους ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα πάντα συναινούν στην ενότητα και την αληθοφάνεια του θεάματος: τα απέριττα, υπαινυκτικά σκηνικά (Δέσποινα Χαραλάμπους) μεταμορφώνονται σε ολοκληρωμένα τοπία με τη συμβολή των εύστοχων φωτισμών (Οδυσσέας Παυλόπουλος), της σαγηνευτικής μουσικής (Μάνος Αντωνιάδης) και των εκφραστικών κινήσεων των ηθοποιών, που παίζουν ως και με την τελευταία ίνα του σώματός τους αντιδρώντας στον πόνο, στον καύσωνα, στο κρύο... στο πάθος... Όπως οι καιρικές συνθήκες και τα μέρη που φαίνεται να λαμβάνει χώρα η σκηνική δράση, έτσι και τα αισθήματα και οι σχέσεις των ηρώων: βρίσκονται σε μια διαρκή «ροή», σε μια διαρκή μετάλλαξη ώσπου να φτάσουν στην τελική εκδοχή τους.
     Ο Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ) δεν παραλείπει καμιά από τις πλήθος αποχρώσεις που κοσμούν το πορτρέτο του ήρωα που υποδύεται. Στην ψυχή του Μαξ, όπως αυτή μας δίνεται από τη γεμάτη πάθος και ειλικρίνεια ερμήνεια του Δημήτρη Καρατζιά, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια, η ωμότητα και η τρυφεράδα, οι δαίμονες και οι άγγελοι δίνουν μάχη για επικράτηση. Ο Μαξ αποτελεί γνήσιο δείγμα του δισυπόστατου της ανθρώπινης φύσης, ένα ζωντανό «δοχείο» όπου το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης προκαλεί οξυδώσεις στην ψυχική ευαισθησία και στις ανώτερες ηθικές αξίες... και το αντίστροφο. Οι ψυχικοί μας κλυδωνισμοί κατά τη διάρκεια αυτής της ρωμαλέας παράστασης εναρμονίζονται πλήρως με αυτούς του Μαξ, που προκαλεί την αμέριστη συμπάθειά μας όχι παρά τις αδυναμίες του, αλλά μάλλον εξαιτίας αυτών.
    Ο Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ), με μια ερμηνεία πολύ πιο ηπίων τόνων εκπέμπει μια ήρεμη γλυκύτητα ως αντίστιξη στη φαινομενική σκληρότητα του γεμάτου άμυνες και νευρικότητα αγαπημένου του. Μαζί με τον Δημήτρη Καρατζιά φτιάχνουν το τέλειο ζευγάρι επί σκηνής, καθότι, παντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους από κάθε άποψη, καταλήγουν να έχουν μια χημεία εκρηκτική, μιας και ο ένας συμπληρώνει τον άλλον.
     Ειδική μνεία αξίζει και ο Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ) για τον αφελή, μολαταύτα ιδιαίτερα στοργικό και ευαίσθητο ανθρωπάκο που σκιαγραφεί, με στοιχεία αγαθής νοικοκυρούλας και πιστού σκυλιού. Ένα σύνηθες πλάσμα-υπηρέτης που προσφέρει την αγάπη του και την ανιδιοτελή φροντίδα του στον αγαπημένο-αφέντη του με άτυπο αντάλλαγμα την προστασία και την ασφάλεια που θα του παράσχει ο τελευταίος. Καθηλωτικός, από τους ηθοποιούς που παίζουν και με το τελευταίο τους κύτταρο, είναι και ο Πάνος Ροκίδης στο διπλό ρόλο του κρυφά ομοφυλόφιλου θείου του Μαξ και του ναζί αξιωματικού. Ομοίως και ο νεαρός Νικόλας Σουλογιάννης, που υπηρετεί τους πιο επιμέρους ρόλους του έργου με ψυχή και με μοναδικό ταλέντο που κραυγάζει την ύπαρξή του. Γοητευτική και ιδιαίτερα απολαυστική ως τραγουδίστρια η Γκρέτα του Θοδωρή Πανά. Τέλος, ο Ιούλιος Τζιάτας αφενός προκαλεί αβίαστο γέλιο ως κοκορόμυαλος Βολφ και αφετέρου τρομοκρατεί ως ναζί, υπηρετώντας τον καθένα από τους ρόλους του με άκρα εντιμότητα.
     «Νιώθω ευτυχής που το ‘Bent’ θα παιχτεί στην Αθήνα εν καιρώ κρίσης», ήταν μια ακόμα δήλωση του Μάρτιν Σέρμαν σχετική με την παράσταση. Διότι, ναι, μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και των πρωταγωνιστών του συγκεκριμένου έργου υπάρχουν δυστυχώς τρανταχτές ομοιότητες: όσο οδυνηρό κι αν είναι να το σκεφτεί κανείς, είμαστε κι εμείς κατά μια έννοια «αιχμάλωτοι», εγκλωβισμένοι δίχως να φταίμε σε ένα μέρος όπου τα βιοτικά αγαθά γίνονται όλο και πιο πενιχρά. Ο Μάρτιν Σέρμαν μοιάζει να προτείνει: «Ε, λοιπόν... ερωτευτείτε!». Και η παράσταση του Δημήτρη Καρατζιά είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μας θυμίσει τον τρόπο... Διότι, παρακολουθώντας την, δε μπορούμε παρά να βιώσουμε μια λυτρωτική συγκίνηση αντίστοιχη μιας ονειρεμένης ερωτικής επαφής. Περίπου σαν τους ήρωές της...

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας:  Martin Sherman
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδοσιάδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Μπρατάκος
ΒΆ Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Σουλογιάννης
Σκηνικά - φωτογραφίες : Δέσποινα Χαραλάμπους
Κοστούμια: Κλιμενώφ Δήμος
Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης: Θοδωρής Πανάς
Φωτισμοί: Οδυσσέας Παυλόπουλος

Παίζουν οι ηθοποιοί:  Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ)
Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ)
Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ)
Θοδωρής Πανάς (Γκρέτα)
Πάνος Ροκίδης (Θείος Φρέντυ, Αξιωματικός)
Ιούλιος Τζιάτας (Βολφ, Αξιωματικός)
Νικόλας Σουλογιάννης (Στρατιώτης, Βίκτωρ, Δεκανέας)

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Κυρ. 19.15
Βραδ. Παρ., Σαβ. 21.15
Εως 8/4
Τιμές εισιτηρίων:
15 ευρώ, φοιτ. 10 ευρώ
ΘέατροVault
Mελενίκου 26
Βοτανικός
Τηλ. 210-3302348

Το τρέιλερ της παράστασης (φτιαγμένο από τον Στέφανο Κακαβούλη):

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Ανακοίνωση!

Από εδώ και στο εξής οι περισσότερες κριτικές μου θα αναρτώνται στο site tralala.gr, στη στήλη "Πάμε θέατρο".
Η κριτική μου για την παράσταση "Πινακοφρίκη": http://www.tralala.gr/monimes-stiles/theatro/item/30722-theatro-07-03
Η κριτική μου για την παράσταση "Η Γάζα είναι... Μαθήματα επιβίωσης": http://www.tralala.gr/monimes-stiles/theatro/item/31036-theatro-14-03

Ευχαριστώ για την επίσκεψη! :-)

Τατιάνα Θεοδώρου

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η ψυχή της Ιστορίας


«Η χελώνα του Δαρβίνου», του Χουάν Μαγιόργκα
στο Θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής
από την ομάδα Drama-Mini
Σκηνοθεσία: Μαρία Ξανθοπουλίδου
Ο Μάνθος Καλαντζής (Γιατρός) και η Φωτεινή Κρόκου (Χάριετ).

     Ιστόρια: μια μάλλον αυστηρή, αγέλαστη επιστήμη με την οποία οι περισσότεροι από μας ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή σε τρυφερή ηλικία. Πολλοί από όσους με διαβάζουν αυτή τη στιγμή ίσως τη θυμούνται απλά ως μια ανιαρή, μάλλον δυσάρεστη διαδικασία να αποστηθίσουν χρονολογίες, όρους συνθηκών, ξερά γεγονότα και αριθμούς δίχως ζουμί, γεύση και άρωμα... Η πύκνωση του νοήματος, ιδανικό γνώρισμα της ποίησης, αποδεικνύεται μάλλον καταστροφική για τη θέλξη της ιστορίας. Διότι η στείρα, δίχως συναίσθημα αφήγηση ιστορικών συμβάντων μπορεί να υπηρετεί μεν την πολυπόθητη αντικειμενικότητα, αφαιρεί όμως από την ιστορία την κυριότερη ουσία της, τη νοστιμάδα της, την ψυχή της.
     Αυτή η άγνωρη «ψυχή» ενός μεγάλου μέρους (σχεδόν διακοσίων ετών) της ευρωπαϊκής ιστορίας πρωταγωνιστεί στο βραβευμένο έργο του ισπανού συγγραφέα Χουάν Μαγιόργκα «Η χελώνα του Δαρβίνου». Είναι η Χάριετ, η χελώνα που ο μεγάλος φυσιοδίφης-γεωλόγος Κάρολος Δαρβίνος έφερε από τα νησιά Γκαλάπαγκος στην Αγγλία το 1836. Η Χάριετ, ωθούμενη από μια νοσηρή περιέργεια για ο,τιδήποτε κοσμοϊστορικό συνέβαινε στην τότε Ευρώπη, ταξίδεψε σε πλήθος ευρωπαϊκές χώρες, έγινε αυτόπτης μάρτυρας διαλέξεων και συμφωνιών μεγάλων ιστορικών προσώπων, έζησε τη φρίκη δύο Παγκοσμίων Πολέμων, των μεταπολεμικών τους περιόδων και του Άουσβιτς. Όλα αυτά τα έντονα, τραγικά βιώματα είχαν ως αποτέλεσμα την εξέλιξη της χελώνας Χάριετ σε... γυναίκα με χελωνίσια χαρακτηριστικά («ραγδαία εξέλιξη υπό την επήρρεια εξαιρετικών συνθηκών», σύμφωνα με γραφόμενα του ίδιου του Δαρβίνου). Η ηρωίδα αποφασίζει να διηγηθεί τη συνταρακτική ζωή της σε έναν φιλόδοξο καθηγητή Ιστορίας, ζητώντας του ως αντάλλαγμα να τη βοηθήσει να επιστρέψει στο νησί της. Σύντομα στην υπόθεση θα εμπλακούν η θεοσεβούμενη (ως τότε) σύζυγος του καθηγητή κι ένας συμφεροντολόγος γιατρός. Απώτερος σκοπός όλων τους: να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους το ανεκτίμητο αυτό ον, τη χελώνα-υπεραιωνόβια γυναίκα Χάριετ...
     Ο Χουάν Μαγιόργκα (1965-), ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς (του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Θεάτρου το 2007), στοχεύει, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, «σε ένα θέατρο που πλαταίνει τη ζωή του θεατή, που τον βοηθά να πλουτίσει την εμπειρία του, που προκαλεί την ευαισθησία, τη μνήμη, τη φαντασία του». Και, με την ιδιαίτερα εμπνευσμένη «Χελώνα» του, πετυχαίνει το στόχο του με το παραπάνω. Αναμειγνύοντας με αριστοτεχνικό τρόπο τα πιο μελανά σημεία της ιστορίας με στοιχεία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου προκαλεί το θεατή να προβληματιστεί σε σχέση με ποικίλα θέματα, μεταξύ άλλων και με τον αντίκτυπο της ιστορίας στην ανθρώπινη «εξέλιξη». Σε κάποιο σημείο του έργου ο καθηγητής ονομάζει την ιστορία «Μεγάλη Δασκάλα» και τις ιστορικές καταστροφές «μαθήματα που μας κάνουν σοφότερους». Η Χάριετ αμφισβητεί τα λεγόμενά του: «Εγώ δεν είδα την Ανθρωπότητα να μαθαίνει τίποτε, ποτέ». Άσχετα όμως με όσα είδε η Χάριετ στο μακρύ παρελθόν της, σημαντικό ρόλο στην αποκρυστάλλωση της άποψής της για το ανθρώπινο γένος παίζουν αυτά που βιώνει τώρα, στον πραγματικό χρόνο του δράματος. Το εξελιγμένο τετράποδο αποδεικνύεται πολύ περισσότερο «άνθρωπος» από τους τρεις συνεταίρους, που, διεκδικώντας ο καθείς τους για το προσωπικό του συμφέρον τη Χάριετ, σταδιακά «αποκτηνώνονται» εντελώς, αποβάλλοντας και την παραμικρή υποψία ψυχικής ευαισθησίας (ή, αλλιώς, «ανθρωπιάς»).
     Η Μαρία Ξανθοπουλίδου αφουγκράστηκε ορθά τις άρρητες επιταγές του ευφάνταστου, χιουμοριστικού και γεμάτου οικουμενικά ερωτήματα αυτού «μαύρου παραμυθιού», η αξία του οποίου αναδείχτηκε ιδανικά με την περίφημη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Υπό τις οδηγίες της, η όλο νεανική φρεσκάδα και ζωντάνια ομάδα Drama-Mini απέδωσε πιστά στη σκηνή το έργο με τον πλέον αρμόδιο τρόπο. Στο θέατρο Βαφείο (λίγο άβολος χώρος, όμως η παράσταση σε αποζημιώνει) η αλληγορική ιστορία της Χάριετ στήθηκε με ρεαλιστικό τρόπο και με μια απλότητα που σε κέρδιζε, τόσο στην υποκριτική, όσο και στα κοστούμια και στα σκηνικά (Ιουλία Σταυρίδου). Τα τελευταία, όχι τόσο φανταχτερά αλλά μάλλον πρακτικά, σαφή και χρηστικά, εκπλήρωσαν ιδανικά την αποστολή τους αφήνοντας τον λόγο να αναπνεύσει, να κυριαρχήσει, να συνεπάρει. Οι ευφυέστατες κωμικοτραγικές ατάκες του έργου αναδείχτηκαν μέσα από τις έντιμες ερμηνείες των ηθοποιών και χάρισαν στους θεατές στιγμές αυθόρμητου γέλιου, πίσω από το οποίο όμως ενέδρευαν μεταμφιεσμένοι έντονοι και άκρως σοβαροί προβληματισμοί.
     Στον πρωταγωνιστικό και απαιτητικότερο όλων ρόλο της χελώνας Χάριετ, η Φωτεινή Κρόκου έκλεψε την παράσταση καταφέρνοντας να μας παρουσιάσει επί σκηνής ένα πλάσμα συμπαθητικό, τρυφερό, αλλά κυρίως όχι ακριβώς ανθρώπινο. Ο τρόπος ομιλίας της, οι κινήσεις της, οι αντιδράσεις της, μαρτυρούσαν όντως κάτι το αλλόκοσμο∙ κι εκεί ακριβώς συνίστατο η επιτυχία της ενσάρκωσης ενός τέτοιου ανορθόδοξου ρόλου. Η ερμηνεία της Κρόκου αιωρούνταν επιδέξια ανάμεσα στο αιθέριο και το γήινο, στο συμβολικό και το ρεαλιστικό. Διότι η Χάριετ δεν είναι μόνο μια μείξη χελώνας και ανθρώπου αλλά, σε δεύτερο επίπεδο, ο τέλειος συμφυρμός της ιστορίας και της θεωρίας της εξέλιξης.
     Ο Μάνθος Καλαντζής με δαιμόνια έκφραση και βλέμμα που... γυάλιζε, ανταποκρίθηκε πιστά στις ανάγκες του ρόλου του (κυνικός και ολίγον τι «τρελός» γιατρός). Εξίσου εκφραστική και η Βίκυ Λέκκα ως μια νευρωτική, κουτσομπόλα και καταπιεσμένη νοικοκυρά-σκλάβα, που η δίψα της για πλούτο και επιτυχία ξύπνησε άξαφνα μέσα της τον αγέρωχο δυνάστη που ως τότε βρισκόταν σε λήθαργο. Αρκετά καλός και ο Δημήτρης Τσολάκης στο ρόλο του ψυχρού και πολυάσχολου καθηγητή∙ με κάποιες μικρές στιγμές αδεξιότητας στο παίξιμό του (στην αρχή κυρίως), αλλά και με δυνατά σημεία που φανέρωσαν ένα, ελαφρώς ακατέργαστο ακόμα ίσως, εντούτοις αναμφισβήτητο υποκριτικό τάλαντο.
     Συνοψίζοντας, πρόκειται για μια ευχάριστη, φαινομενικά ήπια και δίχως φοβερές συναισθηματικές εξάρσεις παράσταση, από αυτές που αναζωογονούν το πνεύμα και γονιμοποιούν το νου με τρόπο «μαγικό». Ερωτήματα ευρείας κλίμακας όπως τι ακριβώς είναι ιστορία και γιατί πρέπει να το γνωρίζουμε ριζώνουν στο μυαλό μας, βλασταίνουν κι απλώνουν πολλά-πολλά παρακλάδια. Ο καθηγητής διακόπτει τη Χάριετ όταν τού περιγράφει τα συναισθήματα των νεαρών στρατιωτών στον πόλεμο, σχολιάζοντας ότι αυτά είναι «λογοτεχνία, όχι ιστορία». Η Χάριετ όμως τού αντιτείνει πως «Ιστορία είναι προπάντων αυτά!». Μήπως τελικά φταίει κι ο τρόπος που διδασκόμαστε την ιστορία για το ότι δε μαθαίνουμε από αυτήν; «Η ιστορία δεν αποτελεί απλή αφήγηση τετελεσμένων γεγονότων, αλλά προσπάθεια αναδόμησης και ερμηνείας του παρελθόντος, με στόχο συνήθως την ερμηνεία του παρόντος και την πρόβλεψη του μέλλοντος», γράφει ο μεγάλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ. Αν τολμήσουμε να ρίξουμε λοιπόν στην ιστορία μας τη διεισδυτική, ευαίσθητη ματιά που της αναλογεί, ίσως κατανοήσουμε καλύτερα το λόγο που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια ορισμένη κατάσταση, κι ακόμα... ίσως να καταφέρουμε να προβλέψουμε και το μέλλον μας! Κι όποιος μπορεί και προβλέπει το μέλλον, μπορεί να κάνει πολλά...
     Ακόμα και να αποτρέψει μια επερχόμενη καταστροφή...