Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

«Γιοι και κόρες: μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας»


«Γιοι και κόρες: μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας»,
του Γιάννη Καλαβριανού
από την ομάδα Sforaris
στο Φεστιβάλ Αθηνών 2012 (Πειραιώς 260, Κτήριο Ε)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός

Τρεις από τους ηθοποιούς της παράστασης: η Αλεξία Μπεζίκη, η Άννα Ελεφάντη και ο Κωνσταντίνος Ντέλλας.

     Και μόνο ο τίτλος αρκεί για να προδιαθέσει θετικά τους επίδοξους θεατές της συγκεκριμένης παράστασης - η αναζήτηση της ευτυχίας, ποιος άραγε δε θα μοχθούσε για να την ανακαλύψει; Κι όμως, εφαλτήριο για τη γέννησή της έχει αποτελέσει ένα θλιβερό γεγονός: ο πρόσφατος θάνατος του παππού του σκηνοθέτη της, Γιάννη Καλαβριανού, ο οποίος έτυχε να ζήσει από πρώτο χέρι τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» - ένα δυσάρεστο ιστορικό γεγονός που του άφησε μια εξίσου δυσάρεστη κληρονομιά: τη βαρηκοΐα.
     Το ξάφνιασμα του Γιάννη Καλαβριανού, που άργησε πολύ να πληροφορηθεί ότι ήταν απόγονος ενός ανθρώπου που μετείχε σε ένα τόσο σημαντικό ιστορικό συμβάν (και συνάμα τόσο απόμακρο για τον ίδιο ώστε να φαντάζει σχεδόν θρυλικό στα μάτια του), αποτέλεσε το πρώτο «λίπασμα» για να βλαστήσει μες στην ομάδα Sforaris η άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιδέα να «ξεψαχνίσουν» το παρελθόν πολλών παππούδων και γιαγιάδων, οι οποίοι είχαν βιώσει στο πετσί τους παρόμοια γεγονότα-σταθμούς της ελληνικής ιστορίας. Έτσι, οι πέντε ηθοποιοί της ομάδας συνέλεξαν την «πρώτη ύλη» της παράστασης μέσα από ογδόντα συνεντεύξεις που πήραν από ηλικιωμένους ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα, ανθρώπους ποικίλων πολιτικών ιδεολογιών, ηθικών αξιών και μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, με μόνη βασική προϋπόθεση όλοι τους να έχουν πλέον αποσυρθεί επαγγελματικά. Ογδόντα παππούδες και γιαγιάδες του τόπου μας, λοιπόν, κλήθηκαν να ταξιδέψουν ξανά στη χώρα των πιο έντονων και τρυφερών αναμνήσεων της ζωής τους, να ξανανιώσουν, να ξαναγίνουν «γιοι και κόρες», όπως όλοι μας κάποτε υπήρξαμε - και οι περισσότεροι και πιο τυχεροί από μας είμαστε ακόμα...
     Οι ιστορίες των παππούδων που τελικά επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως βασικά συστατικά στο θεατρικό του κείμενο ο Γιάννης Καλαβριανός εκτυλίσσονται μέσα σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο διαρκώς εναλλασσόμενο, που με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνεται προς το ολοένα και πιο πρόσφατο παρελθόν (από το 1940 μέχρι το 2004 περίπου). Στο σπονδυλωτό, κατά βάση αφηγηματικό αυτό έργο τα γεγονότα-σταθμοί της ιστορίας φωτίζουν στιγμιαία σαν πελώριοι λαμπτήρες με ένα μάλλον καταστροφικό και πένθιμο φως τις ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές των νεαρών ηρώων του. Κοπέλες και νέοι νιώθουν τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα κρυμμένοι σε ένα σκοτεινό καταφύγιο υπό τον απειλητικό θόρυβο των εχθρικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων στον Πειραιά το ’40, μια έγκυος γυναίκα μένει χήρα όταν ο άντρας της εκτελείται προδομένος από τους ίδιους του τους συγγενείς στον Εμφύλιο, δύο παιδιά χάνουν τον πατέρα τους στο μεγάλο σεισμό στα Επτάνησα, ενώ το τείχος που χωρίζει την ανατολική από τη δυτική Γερμανία στο Βερολίνο δε στέκεται εμπόδιο στη δυνατή αγάπη δυο νέων Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι θα χωρίσουν αργότερα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες... Πληθώρα μορφών «ανωτέρας βίας» σημαδεύει και συχνά καθορίζει τη ζωή των απλών, «ανώνυμων» ανθρώπων, που προσπαθούν επίμονα να συνεχίσουν την πορεία τους προς την πληρότητα και την ευτυχία αντιπαλεύοντας με όλες τους τις δυνάμεις τις αντιξοότητες που τους επιβάλλουν οι λογής τρανοί «εξωτερικοί παράγοντες» (διαφωνίες κρατών-πολιτικών ιδεολογιών, άτυπες μα καταπιεστικές κοινωνικές επιταγές, θεομηνίες κ.α.). Άνθρωποι που θυμίζουν όμοια μικροσκοπικά καραβάκια - έρμαια μιας απέραντης τρικυμισμένης θάλασσας, τα οποία πασχίζουν όπως-όπως να εγγίσουν τα επίσης όμοια, ταπεινά λιμανάκια τους. Πυξίδα τους, πάντα η αγάπη, καθώς και η λαχτάρα για μια ήσυχη και όμορφη, δίχως περιττά και υπερβολικά φτιασιδώματα ζωή...
     Η διαλογή του ογκώδους, πλούσιου υλικού και η ακόλουθη μετατροπή του σε ένα αξιόλογο θεατρικό πόνημα σίγουρα αποτέλεσε ένα ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα, στο οποίο όμως ο Γιάννης Καλαβριανός ανταπεξήλθε πολύ παραπάνω από ικανοποιητικά. Το κείμενο που φιλοτέχνησε μπορεί να ιδωθεί ως μια εναλλακτική, άκρως δελεαστική πρόταση στη σύγχρονη δραματουργία να εγκαταλείψει το αποκλειστικό εστίασμα στη διεξοδική μελέτη και ανάλυση λίγων και λεπτομερώς σχεδιασμένων χαρακτήρων και των λογής αλληλεπιδράσεών τους και να δοκιμάσει να επιστήσει την προσοχή της στα κυρίαρχα ανθρώπινα γνωρίσματα των πολλών «καθημερινών» ανθρώπων, του «πλήθους», ενός συγκεκριμένου λαού για παράδειγμα όπως αυτός πορεύεται, άλλοτε με πιότερη άνεση, άλλοτε με αγκομαχητά, μέσα στα τρανταχτά συμβάντα που σημαδεύουν τις δεκαετίες του τόπου του. Ως προς το ύφος του, το θεατρικό έργο του Γιάννη Καλαβριανού χαρακτηρίζεται από απλότητα, αμεσότητα και από μια υποφώσκουσα ποιητική χροιά, ενώ η υπόθεση (ή μάλλον το αρμονικό «κολάζ» των πολλαπλών υποθέσεών του) εκτυλίσσεται σε γρήγορους ρυθμούς πάνω σε συνεχείς εναλλαγές γλυκόπικρων συναισθημάτων.
     Φυσικά η παράσταση, σκηνοθετημένη από τον ίδιο το συγγραφέα του «θεμέλιου» κειμένου της, αναδείκνυεται εξίσου άμεση, ανεπιτήδευτη και, ασφαλώς, απέριττα λυρική. Ειδική μνεία αξίζει το πνευματώδες, όλο φρεσκάδα χιούμορ της, που βρίσκει θεαματική ανταπόκριση στο κοινό. Το πιο αξιοπρόσεκτο γνώρισμά της πάντως είναι ότι, παρότι βασίζεται στη συρραφή πολλών διαφορετικών ιστοριών, που επιπροσθέτως ανήκουν και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, η θεατρική αυτή παράσταση δε στερείται διόλου ενότητας. Κάθε άλλο: οι ποικίλες περιπέτειες των πρωταγωνιστών της, που μοναδικά κοινά στοιχεία έχουν τα νιάτα και την εθνικότητά τους, σμίγουν αρμονικά σαν πολύχρωμες ψηφίδες, οι οποίες, ιδωμένες από τα καθίσματα των θεατών, φαίνονται να σχηματίζουν στο σύνολό τους ένα φιλικό, τρυφερό και κάπως τυραννισμένο πορτρέτο της ίδιας της ζωής...
     Η λιτότητα των μέσων κυριαρχεί παντού, ξεκινώντας από την υποκριτική των πέντε ηθοποιών (Άννα Ελεφάντη, Μαρία Κοσκινά, Αλεξία Μπεζίκη, Κωνσταντίνος Ντέλλας και Γιώργος Παπαπαύλου), που αλλάζουν κάθε τόσο ρόλους σαν τα πουκάμισα, χωρίς ωστόσο να αλλάζουν και... πουκάμισα (τα «κοστούμια» που επιλέγουν οι Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και Ράνια Υφαντίδου, συνηθισμένα καθημερινά ρούχα χωρίς την παραμικρή νύξη εποχής ή ταυτότητας, παραμένουν σταθερά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης). Όλοι οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες τους με φυσικότητα και ειλικρίνεια, χωρίς εκτεταμμένες καταδύσεις στο βυθό του βιωματικού θεάτρου (κάτι το πρακτικά αδύνατον για ευνόητους λόγους), ενώ το παίξιμό τους θυμίζει συχνά παίξιμο παιδιών που συμμετέχουν σε ένα θεατρικό παιχνίδι – κι αυτό είναι μάλλον κάτι το θετικό, διότι τα μικρά παιδιά ως επί τω πλείστω διακρίνονται από αγνό αυθορμητισμό, γνησιότητα αισθημάτων και εκπληκτική άνεση στους θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς τους. Τα σκηνικά αντικείμενα (Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου) συνίστανται σε απολύτως βασικά είδη καθημερινής χρήσης (καρότσια σουπερμάρκετ, καρέκλες, τραπέζια, πανιά και κουβέρτες κ.α., ομοίως «άχρονα» και με κανέναν τρόπο υπαινυκτικά) και αφήνονται στο θεατή να τα «ολοκληρώσει» με τη φαντασία του – κάποια δε από αυτά είναι ιδιαίτερα χαριτωμένα, όπως κάτι χάρτινα σπιτάκια που οι ηθοποιοί «τραντάζουν» την ώρα ενός σεισμού ή τα χωρίζουν κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου, σκιτσάροντας έτσι μια δεδομένη κατάσταση με τον πλέον ανεπίπλαστο και σαφή τρόπο. Η ατμοσφαιρικότητα επιτυγχάνεται με απλά θεατρικά τεχνάσματα, όπως με μερικές φωτισμένες παπαρούνες που «ανθίζουν» στο βάθος της σκηνής, ένα λάστιχο που χύνει αληθινό νερό, μπουκάλια με εκπυρσοκροτούμενα κομφετί, ακόμα και... μπουρμπουλήθρες, ενώ υπηρετείται εξίσου πιστά από τους ωραίους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, την ευχάριστη μουσική του Χρύσανθου Χριστοδούλου και τα μελωδικά τραγούδια του Γιώργου Γλάστρα και της Χριστίνας Μαξούρη, καθώς και με τα ελληνικά και ξένα, λαϊκά και μοντέρνα, γενικώς ετερόκλητα «σουξέ» που απαγγέλουν με πάθος οι ηθοποιοί. Ορθή επιλογή, ακόμα, ο διακριτικός, αποσαφηνιστικός ρόλος των βιντεοπροβολών.
     Με λίγα λόγια, η παράσταση «Γιοι και κόρες» αποτελεί για τους θεατρόφιλους μια συγκινητική και συνάμα σπαρταριστή, πρωτόγνωρη θεατρική εμπειρία που αγγίζει την ψυχή βαθιά και έντονα με τρόπο μαγικό, αποδεικνύοντας παράλληλα και στους οικονομικά στριμωγμένους καλλιτέχνες του σήμερα ότι μπορείς να κάνεις πολλά με το τίποτα, αρκεί να έχεις έμπνευση, όρεξη, ταλέντο και «τρέλα». Το βαθύτερο μυστικό της γοητείας της παράστασης συνοψίζεται στο γεγονός ότι οι ήρωές της, αδρόγραμμα σκίτσα υπαρκτών προσώπων, εκτός από ότι μοιάζουν μεταξύ τους στις βασικές επιδιώξεις τους, ταυτόχρονα μοιάζουν εκπληκτικά και σε μας τους ίδιους. Παρατηρώντας τις περιπέτειες των επί σκηνής πρωταγωνιστών ο καθένας μας μπορεί, εκτός από το ξεκρίνει μέσα σε αυτές την ταραχώδη νεανική ηλικία των παππούδων του, να δει σε πολλά σημεία και τον ίδιο του τον εαυτό τοποθετημένο σε μια άλλη, άγνωρη κι όμως τόσο παράξενα οικεία, εποχή...

Κείμενο-Σκηνοθεσία
Γιάννης Καλαβριανός

Σκηνικά-Κοστούμια
Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου

Μουσική
Χρύσανθος Χριστοδούλου

Τραγούδι
Γιώργος Γλάστρας-Χριστίνα Μαξούρη

Φωτισμοί
Τάσος Παλαιορούτας

Επιμέλεια κίνησης
Αλεξία Μπεζίκη

Ερμηνεύουν
Άννα Ελεφάντη
Μαρία Κοσκινά
Αλεξία Μπεζίκη
Κωνσταντίνος Ντέλλας
Γιώργος Παπαπαύλου

Τιμές εισιτηρίων: 20€, 10€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ)

Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή της Εταιρίας Θεάτρου Sforaris, του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και του Φεστιβάλ Αθηνών.

Παραστάσεις: 15-16 & 18/6, 9 μ.μ. 

*Η παράσταση θα ξαναπαιχτεί το Νοέμβρη στην Αθήνα.


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

«Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει»


«Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει», της Claire Castillon
στον Πολυχώρο Πολιτισμού Vault
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς

Ζωής αμείλικτο φως

Η Ιωάννα Πηλιχού και η Κική Μαυρίδου

     «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει»... ή, μήπως, «από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο»; Ό,τι κι αν λέει ο λαός, ο Χαλίλ Γκιμπράν στον «Προφήτη» του τοποθετείται μάλλον σοφά ως προς την προαιώνια προβληματική του συσχετισμού των γονιών με τα παιδιά τους:

«Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους».

     Άσχετα με το αν συμφωνούμε απόλυτα με τον Γκιμπράν ή όχι, το βέβαιο είναι πως ο χαρακτήρας μας, αν και δεν πρόκειται σαφώς για κάτι που κληροδοτείται γονιδιακά, εντούτοις διαμορφώνεται με βάση τις επιρροές που θα λάβουμε από το περιβάλλον μας, ιδίως στα τρυφερά χρόνια της πρώιμης ανάπτυξής μας. Έτσι, οι πρώτες κυρίαρχες επιρροές μας, αυτές των γονιών μας φυσικά, κατά κανόνα αποβαίνουν εξαιρετικά σημαντικές για τη ζωή μας και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή μας.
     Εστιάζοντας πιο συγκεκριμένα στη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, άνετα αντιλαμβανόμαστε ότι η ιδιαιτερότητα της σχέσης αυτής έγκειται πρώτα από όλα στο γεγονός ότι και τα δυο της μέλη είναι... γένους θηλυκού. Εύλογο επομένως το ότι τις ενώνουν πολλά κοινά, καθότι μοιράζονται όχι μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του φύλου τους, αλλά δέχονται και παρόμοια (συχνά δυστυχώς επιζήμια) κοινωνική αντιμετώπιση. Αληθεύει ίσως ότι οι μητέρες έχουν μεγαλύτερη αδυναμία στους γιους τους, που, άντρες όπως ο πατέρας κι ο σύζυγός τους, τείνουν να θεωρούνται από τις ίδιες (με τη βοήθεια της παράδοσης φυσικά) ως οι διαχρονικοί και κυρίαρχοι αποδέκτες της «γυναικείας» τους περιποιητικότητάς. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας της διαφοράς του φύλου τους, μεγαλύτερη είναι και η απόσταση που τις χωρίζει από αυτούς. Αντίθετα, η απόσταση μεταξύ μάνας και κόρης είναι συνήθως πολύ μικρότερη, και ως εκ τούτου η σχέση τους πολύ πιο στενή. Η μάνα, βλέποντας συχνά την κόρη σα μια νεότερη έκδοση του εαυτού της, δεν είναι λίγες οι φορές που την προτρέπει να εκπληρώσει τις δικές της ανικανοποίητες επιθυμίες, άλλοτε πάλι, αντίθετα, προσπαθεί να την υποχρεώσει να βαδίσει στα χνάρια της, ενώ σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις πασχίζει να ανταλλάξει τη θέση της με τη δική της, να γίνει δηλαδή εκείνη το μικρό ανυπεράσπιστο κοριτσάκι και η κόρη ο καλός, ανιδιοτελής άγγελος που θα αναλάβει τη φροντίδα της. Όπως και να ‘χει, πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μια εκρηκτική σχέση με πληθώρα αντιφατικών στοιχείων και εύθραυστες ισορροπίες, οι οποίες άλλοτε αποκαθίστανται πλήρως, άλλοτε πάλι διαταράσσονται ανεπανόρθωτα...
     Η νεαρή Γαλλίδα συγγραφέας Κλερ Καστιγιόν, στα δεκαεννέα διηγήματά της υπό τον πρωτότυπο τίτλο «Insecte» (έντομο), με αιχμηρή ειλικρίνεια και αφοπλιστική τόλμη μάς παρουσιάζει δεκαεννέα διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιδιαίτερης και πολύκροτης σχέσης μητέρας-κόρης, εστιάζοντας πότε στη μια, πότε στην άλλη πλευρά. Η Κατερίνα Μανιάτη στην αξιόλογη μετάφρασή της (που κυκλοφόρησε μόλις πέρισυ από τις εκδόσεις «Γιαλός») επέλεξε ως κεντρικό τον τίτλο ενός από αυτά τα διηγήματα: «Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει». Πρόκειται για μια φράση φοβερά εύστοχη και συγκλονιστικά αληθινή, διότι, ακόμα και μετά τον βιολογικό θάνατο της μητέρας, εκείνη συνεχίζει να «ζει» μέσω της κόρης της, καθότι οι έπαινοι ή οι αποδοκιμασίες της, τα χαμόγελα ή τα χτυπήματά της, η ευλογία ή η κατάρα της εξακολουθούν να ρέουν μέσα στο αίμα της τελευταίας, προσφέροντας ανάλογα στην καρδιά της πόνο ή ανακούφιση, θλίψη ή χαρά, καταδίκη ή λύτρωση...
     Στα διηγήματα-μονολόγους της Καστιγιόν η μάνα υποχρεώνεται πάνω απ’ όλα να απεκδυθεί το εξιδανικευμένο της πέπλο, που την αναδεικνύει ως ένα μονόχρωμο σύνολο από θετικά στοιχεία, όπως «φροντίδα», «παρηγοριά», «τρυφερότητα», «στοργή», «καρτερικότητα» κτλ., καταδικάζοντας όμως το αληθινό της πρόσωπο στην αφάνεια. Οι μητέρες της Καστιγιόν από κάλπικα πρότυπα ξαναγίνονται άνθρωποι, ατελή πλάσματα με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, συχνά δε τόσο αποκρουστικά που σοκάρουν. Η συγγραφέας επιλέγει να επικεντρωθεί σε περιπτώσεις που, αν και ολότελα ανόμοιες όσον αφορά τους χαρακτήρες και το κοινωνικό/ οικονομικό τους υπόβαθρο, συγκλίνουν στο ότι η σχέση μητέρας-κόρης περνάει κάποιου είδους κρίση, είτε λόγω των προβληματικών χαρακτήρων των μελών της, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, όπως είναι η αρρώστια και ο θάνατος. Η Καστιγιόν, μέσα από λόγο απλό και ανεπιτήδευτο, που αποκτά και διαφορετικό ύφος (εξαιρετικά εύστοχο μάλιστα) ανάλογα με την ταυτότητα της ηρωίδας που τον εκφέρει, καταφέρνει να ανοίξει βαθιές χαραμάδες από όπου καλούμαστε να διακρίνουμε το τσουχτερό φως της ίδιας της ζωής, με όλη την αγριότητα, τη φρίκη, μα και την απαράμιλλη γοητεία του.
     Και αυτό ακριβώς το «φως της ζωής» μοιάζει να απασχολεί πάνω απ’ όλα τον Δημήτρη Καρατζιά, που μετά από το εκπληκτικά δυναμικό του ξεκίνημα με τη σκηνοθεσία του «Bent», συνεχίζει να χαράσσει μια σκηνοθετική πορεία ραγδαία ανοδική στον χώρο του θεάτρου. Δε θα ήταν υπερβολικό να γράψω πως αν ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι βρισκόταν ακόμη ανάμεσά μας, σίγουρα θα έσπευδε να συγχαρεί τον Δημήτρη Καρατζιά ως έναν από τους πιο επάξιους εν Ελλάδι συνεχιστές του έργου του. Κι εδώ πρέπει ακόμα να πω ότι ένας σκηνοθέτης, αν στοχεύει σε ένα αληθινά ποιοτικό δημιούργημα, οφείλει να υιοθετήσει τη συμπεριφορά ενός... χρυσοχόου: να διαλέξει με προσοχή τα πολύτιμα μέταλλα και τους σπάνιους λίθους του ώστε να φιλοτεχνήσει ένα αληθινά αξιέπαινο κόσμημα. Αυτό δείχνει να το κατέχει εκατό τοις εκατό ο Δημήτρης Καρατζιάς διότι, επιλέγοντας ηθοποιούς-«διαμάντια» και λοιπούς «χρυσούς» συνεργάτες, κατάφερε να φτιάξει άλλη μια παράσταση... αληθινό κομψοτέχνημα. Κύριο χαρακτηριστικό της ο πελώριος όγκος των γνήσιων και έντονων συναισθημάτων, που βρίσκει στη μικρούλα σκηνή του Vault έναν αντιστρόφως ανάλογο σε χωρητικότητα τόπο φιλοξενίας. Εκεί λοιπόν, μέσα στα υπαινυκτικά, με το στίγμα της νοσταλγίας μα και της παρακμής, σκηνικά της Δέσποινας Χαραλάμπους, την υπέροχη, γλυκόπικρη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, που μοιάζει με δίνη όπου μέσα της στροβιλίζονται η ένταση και ο καημός, και τους διακριτικούς φωτισμούς του Βαγγέλη Μουντρίχα που παραλλάσσονται ανάλογα με τον «χώρο» (εσωτερικό ή εξωτερικό) που φωτίζουν, έξι αξιόλογες ηθοποιοί ερμηνεύουν με θαυμαστή εσωτερικότητα έντεκα από τους δεκαεννέα μονολόγους της Καστιγιόν, τους οποίους το χέρι του σκηνοθέτη έχει εμπλέξει με μαεστρία, έτσι ώστε κάποιες από τις γυναίκες που εμφανίζονται διαδοχικά στη σκηνή μπροστά μας να φαίνεται πως σχετίζονται με δεσμούς αίματος. Να σημειώσω ακόμα ότι η ζωντάνια των μονολόγων αυτών ενισχύεται με την παρουσία ενός δεύτερου προσώπου (μάνας ή κόρης) που, με σύντομες φράσεις και εύγλωττες εκφράσεις, συμμετέχει διακριτικά στην ιστορία που αφηγείται η εκάστοτε κεντρική ηρωίδα.
     Αναφορικά τώρα ως προς τις ηθοποιούς... Η κυρία Γιάννα Σταυράκη σίγουρα διαλέξε να κάνει ένα πολύ όμορφο δώρο στο θέατρο όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη της υποκριτικής για πρώτη φορά... σε ηλικία πενήντα ετών! Η ηθοποιός, εκτός από το να αποδείξει έμπρακτα ότι τα πιο φλογερά όνειρα δε γερνούν ποτέ και οφείλουν να ευοδώνονται, υποδύθηκε με απροσποίητη ευαισθησία την πιο «αγγελική» από τις μητρικές μορφές της Καστιγιόν: μια καρτερική, ηλικιωμένη γυναίκα κλεισμένη σε ίδρυμα, που πιο πολύ από τη δική της αφόρητη μοναξιά την πικραίνει η οικογενειακή δυστυχία της αγαπημένης της κόρης.
     Η νεαρή Ειρήνη Σταματίου εκπλήσσει με την τόσο πειστική της μεταμόρφωση σε «σπαστικό» κορίτσι που, παρά το προβληματικό μυαλό του, αποδεικνύεται απολύτως ικανό να κατανοήσει την προδοσία της μητέρας του κι επιπλέον να σχεδιάσει την εκδίκησή του, ανεπανόρθωτα πληγωμένο. Εξίσου σφριγηλή και γεμάτη νεύρο η ερμηνεία της ως μια εξαγριωμένη κόρη-φρικιό (βοηθητικός ρόλος στον δεύτερο μονόλογο της Αθηνάς Τσιλύρα), και έκδηλη η αγανάκτηση και ο πόνος της ως το παραμελημένο, γεμάτο αφόρητες ενοχές κορίτσι, του οποίου η μητέρα έκανε «δέκα εγχειρίσεις σε δέκα χρόνια» - άραγε εξαιτίας της δικής της γέννησης;
     Συγκλονιστική η ερμηνεία της Ιωάννας Πηλιχού στην πιο φαρμακερή ίσως ιστορία της Καστιγιόν, από αυτές που φρίττει κανείς στο άκουσμά τους και μόνο. Η νεαρή, ταλαντούχα ηθοποιός, υποδυόμενη ένα εφτάχρονο κοριτσάκι που δεινοπαθεί στα χέρια μιας παρανοϊκής μάνας, καταφέρνει να βγάλει πάνω στη σκηνή μια ολέθρια πληγωμένη παιδικότητα που «τσακίζει κόκαλα». Εξίσου περίφημα αποδίδει και τον δεύτερο ρόλο της: μια έφηβη που έχει σκεπάσει τον φόβο και τη θλίψη της για τον επικείμενο θάνατο της άρρωστης μητέρας της με ένα πυκνό στρώμα επίμονης οργής... το οποίο όμως στο τέλος ραγίζει για να τρέξουν ακράτητα τα δάκρυα...
     Το αριστοκρατικό physique της Κικής Μαυρίδου αρμόζει «γάντι» στον πρώτο ρόλο που ενσαρκώνει με εντιμότητα και πάθος: μια κρυφά νευρωτική γυναίκα της υψηλής κοινωνίας με συμβατικά «ευτυχισμένη» ζωή, που ταλανίζεται από υποψίες για πιθανές αιμομεικτικές σχέσεις του άντρα της με την ίδια της την κόρη. Εξίσου καλή η ηθοποιός στην απόδοση των άκρως αντιφατικών αισθημάτων μιας γυναίκας που από τη μια αντιμετωπίζει την πάσχουσα από άνοια μητέρα της ως αφόρητο μπελά, από την άλλη αρνείται πανικόβλητη να δεχτεί το θάνατό της...
     Η Αθηνά Τσιλύρα στους δυο ιδιαίτερα απαιτητικούς ρόλους που επωμίζεται σπαράζει στην κυριολεξία πάνω στη σκηνή προκαλώντας ρίγη στους θεατές, πότε ως υποταγμένη, ποτισμένη με ψυχοφάρμακα γυναίκα που στερείται τη στοργή όχι μόνο του συζύγου της αλλά και της μητέρας της, και πότε ως αφελής χωρισμένη μάνα που οι μανιασμένες επίθεσεις της έφηβης κόρης της τη φτάνουν στα όρια της αντοχής της.
     Πολύ εκφραστική στην απόγνωσή της η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της ενήλικης κόρης που πλέον αδυνατεί, παρότι προσπαθεί σκληρά, να επικοινωνήσει με την εγωκεντρική μητέρα της∙ εξαιρετική δε ως αφηγήτρια της μοναδικής ιστορίας σε γ΄ πρόσωπο (ιστορία μιας κοπέλας που χάνει όχι μόνο τον εαυτό της μα και τη ζωή της πασχίζοντας να γίνει αυτό που θα έκανε ευτυχισμένη τη μητέρα της).
     Καθαρόαιμο βιωματικό θέατρο, λοιπόν, για δεύτερη φορά φέτος στο μικρό και θαυματουργό Vault, με μια παράσταση που αποκαλύπτει μύχιες και τρομερές πτυχές της ζωής με τρόπο αισθαντικό, που με σιγαλή φωνή εκτοξεύει εκκωφαντικές αλήθειες, που στοχεύει κατευθείαν στην ψυχή πριν το μυαλό προλάβει να αντιδράσει... Στο τέλος της – ένα είναι σίγουρο – όλοι μας διακρίνουμε συγκινημένοι ένα μικρό λουλούδι να φυτρώνει δειλά-δειλά στο μαύρο λιβάδι των αλλεπάλληλων πληγών και του θανάτου...
     ... Να ‘ναι αυτό η αγάπη;...


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συγγραφέας: Claire Castillon
Μετάφραση: Kατερίνα Μανιάτη
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Κική Μαυρίδου
Σκηνικά – φωτογραφίες: Δέσποινα Χαραλάμπους
Κοστούμια: Δημήτρης Στρέπκος
Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Παραγωγή - Δημόσιες Σχέσεις: Καλλιτεχνικές Επιχειρήσεις Vault

ΔΙΑΝΟΜΗ

Νίκη Αναστασίου (Θα γίνεις γυναίκα, κόρη μου, Η ρήξη)
Κική Μαυρίδου (Το έντομο, Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει)
Ιωάννα Πηλιχού (Μπουφάν και γούνινες μπότες, Σύνδρομο Μινχάουζεν δι' αντιπροσώπου)
Ειρήνη Σταματίου (Θηλιές και κόμποι, Δέκα εγχειρήσεις σε δέκα χρόνια)
Γιάννα Σταυράκη (Σε φιλώ γλυκά)
Αθηνά Τσιλύρα (Ήπιαν σαμπάνια στο εστιατόριο, Πάλη)

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

15€(Κανονικό)
10€ (Μειωμένο) Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ Άτομα άνω των 65 ετών/ ΑμΕΑ/Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ)/ Κάτοχοι Ευρωπαϊκής Κάρτας Νέων/ Κάτοχοι Κάρτας Πολιτισμού ΥΠ.ΠΟ.Τ

Εισιτήρια προπωλούνται στα ταμεία του Πολυχώρου Πολιτισμού Vault Theatre Plus (Μελενίκου 26, Βοτανικός) απο Δευτέρα μέχρι Κυριακή 17:00-21:00 και τηλεφωνικά στο 210 3302348 / 6932296229/ 6983863324 Δευτέρα-Κυριακή 12:00 – 20:00.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Από Πέμπτη 11 Μαίου έως Σαββάτο 9 Ιουνίου 2012
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15μ.μ
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά

ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ VAULT
Μελενίκου 26, Βοτανικός
Τηλέφωνο επικοινωνίας- κρατήσεων: 2103302348, 6932296229 , 6983863324
Πλησιέστερος σταθμός μετρό: Κεραμεικός (5’ περίπου με τα πόδια)

Το τρέιλερ της παράστασης:

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

«Η Μεταμόρφωση»


«Η Μεταμόρφωση», του Φραντς Κάφκα
στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη
από την ομάδα Σημείο Μηδέν
Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Ψάχνοντας την αόρατη διέξοδο


     Ο εμπορικός αντιπρόσωπος Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνά ένα πρωί έχοντας παραδόξως μεταμορφωθεί σε ένα «τεράστιο απεχθές ζωύφιο». Το αρχικό σοκ του για την τρομερή αυτή του μετάλλαξη διαδέχεται άμεσα η αγωνία μήπως αργήσει στην απαιτητική και άχαρη δουλειά του, μήπως απολυθεί, μήπως δε μπορεί πλέον να συντηρεί τη χρεωμένη του οικογένεια: τους ηλικιωμένους γονείς του και την έφηβη αδερφή του, Γκρέτε. Ο Φραντς Κάφκα ξεκινά τη νουβέλα του «Η Μεταμόρφωση» με αυτό το άκρως παράλογο γεγονός που σηματοδοτεί ο τίτλος της, το οποίο ακολουθείται από τις επίσης παράλογες ανησυχίες του ήρωά της. Διότι, αν συνέβαινε σε κάποιον από μας μια ωραία πρωία να ξυπνήσει όντας μια μεγάλη, αηδιαστική κατσαρίδα, το λιγότερο που θα τον απασχολούσε θα ήταν οι... εργασιακές και οικογενειακές του υποχρεώσεις. Ή μήπως ναι;...
     Ένα σύμπαν γεμάτο άγχος και ενοχές, ζοφερό και αποπνικτικό, όπου ο άνθρωπος αποτελεί έρμαιο ενός παράλογου, αμείλικτου, και επιπλέον αόρατου μηχανισμού που εξουσιάζει το είναι του, αυτό είναι το σύμπαν του Φραντς Κάφκα, ενός από τους σημαντικότερους μοντερνιστές λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Στα έργα του καταμαρτυρούνται οι πιο έντονες υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς οι ήρωές του καταβάλλουν μάταιες και ιδιαίτερα επίπονες προσπάθειες να έρθουν σε επαφή με το αληθινό εγώ τους και τον προορισμό τους στη ζωή, πασχίζοντας να απεγκλωβιστούν από κοινωνικές και θεσμικές επιταγές που τους έχουν ενθυλακώσει σε ένα συγκεκριμένο καλούπι, στενό και κανονιστικό, μες στο οποίο οι ίδιοι αναπόφευκτα ασφυκτιούν. Τα εξωφρενικά γεγονότα που ορίζουν τον εφιαλτικό κόσμο του εξπρεσσιονιστή Κάφκα αντιστοιχούν πλήρως σε αυτά της ρεαλιστικής καθημερινότητας ενός συνηθισμένου κατοίκου μεγαλούπολης (που δεν ανήκει φυσικά στην τάξη των κεφαλαιούχων), ο οποίος αισθάνεται αναγκασμένος να κατασπαταλά όλη του την ενέργεια, σωματική και ψυχική, σε λογής αγγαρείες που του επιβάλλονται από τις εκάστοτε παγιωμένες κοινωνικές συνθήκες. Ο κόσμος των «πρέπει», του στρες και των νευρώσεων, ο κόσμος-χωνευτήρι των «θέλω» και της μοναδικότητας του ατόμου όπου η δημιουργικότητα καταπνίγεται και η πνευματική ψυχαγωγία γίνεται αντιληπτή ως περιττή πολυτέλεια, ο δικός μας κόσμος βρίσκει το είδωλό του μόλις ελαφρά παραμορφωμένο στον τρομακτικό «καθρέφτη» που συγκροτούν λογοτεχνικά έργα όπως αυτά του Κάφκα.
     Ο Γκρέγκορ Σάμσα αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα αλλοτριωμένου ανθρώπου «της μάζας», που ζει αποκλειστικά και μόνο για τους άλλους, καταπιέζοντας τις ανάγκες του και έχοντας προ πολλού απωλέσει τη δική του ταυτότητα. Άξαφνα όμως το καλόβολο εργατικό μυρμηγκάκι μεταμορφώνεται σε ένα σιχαμερό, ανεπιθύμητο παράσιτο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάποιοι μελετητές του Κάφκα εκφράζουν την άποψη ότι με αυτό τον παράδοξο τρόπο εκπληρώνεται η βαθύτερη επιθυμία του Γκρέγκορ, που, απηυδισμένος από το να φροντίζει διαρκώς τους άλλους, γίνεται επιτέλους αυτός το ανήμπορο αντικείμενο της φροντίδας τους. Η μεταμόρφωση όμως είναι σαφώς συμβολική: θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για μια κοινή νευρική κατάπτωση που παθαίνει ένας σκληρά εργαζόμενος υπάλληλος με ανύπαρκτη προσωπική ζωή και μηδαμινές χαρές. Ο Γκρέγκορ μπορεί λοιπόν να ιδωθεί ως ένα γρανάζι που χαλάει, ένα μηχανικό εξάρτημα που «σπάει» μη αντέχοντας άλλο τα αφόρητα βάρη τα οποία άθελά του, πλην όμως αγόγγυστα, έχει επωμιστεί. Στη συνέχεια της ιστορίας ο παραλογισμός εξακολουθεί: η οικογένεια δε σπεύδει ούτε να καταλάβει, ούτε να κάνει κάτι για να αλλάξει τη νέα κατάσταση του γιου-πρώην στυλοβάτη της, αλλά, αντίθετα, τον αντιμετωπίζει ως βδέλυγμα, τον περιορίζει στο δωμάτιό του, και εν τέλει φτάνει στο σημείο να εύχεται το θάνατό του...
     Η σκληρή, αντισυμβατική αυτή ιστορία του Κάφκα γνωρίζει μια αρμόζουσα στο είδος της σκηνική πραγμάτωση μέσα από μια εξίσου αντισυμβατική θεατρική ομάδα νέων καλλιτεχνών, ονόματι «Σημείο Μηδέν». Η «ψυχή» της ομάδας, ο νεαρός σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος, που υπήρξε για χρόνια βοηθός του Θεόδωρου Τερζόπουλου, φαίνεται να υιοθέτησε τα βασικά σημεία της πρωτοποριακής σκηνοθετικής μεθόδου του τελευταίου – μια μέθοδος φορμαλιστικού θεάτρου, όπου το υπερβολικά εκφραστικό σώμα του ηθοποιού γίνεται ο κύριος πομπός των νοημάτων του έργου, κι όχι τόσο τα λόγια που αυτός εκφέρει. Έτσι, ο Σάββας Στρούμπος, που μαζί με τη Δανάη Σπηλιώτη επιμελείται ο ίδιος τη μετάφραση της «Μεταμόρφωσης», έχοντας μέσα στους στόχους του την ελαχιστοποίηση του λόγου προς όφελος του σώματος, του ήχου και της εικόνας, καταλήγει σε μια λίαν σύντομη διασκευή του πολύ πιο περιγραφικού αρχικού κειμένου του Κάφκα, στην οποία ένας αφηγητής εξιστορεί τα βασικότερα σημεία της υπόθεσης αφαιρώντας τα επιμέρους πρόσωπα και γεγονότα.
     Το κέντρο της σκηνής, εύστοχα και άκρως απέριττα διαμορφωμένο από τον Γιώργο Κολλιό, περιστοιχίζεται από ημιδιάφανο πλαστικό, θυμίζοντας έτσι ένα κλειστό κουκούλι στο οποίο η τετραμελής οικογένεια Σάμσα είναι εγκλωβισμένη δίχως να το γνωρίζει – μια εύστοχη, μικρογραφική αναπαράσταση της ασφυκτικής σύγχρονης οικογένειας-κοινωνίας, από όπου δε μοιάζει να υπάρχει ελπίδα διαφυγής. Έξω από αυτό το «κουκούλι» βρίσκεται ο αφηγητής της ιστορίας (Σάββας Στρούμπος), μια θολή, απρόσωπη μορφή, κι επίσης έξω από αυτό, από την αντίθετη πλευρά, θα βρεθεί κι ο Γκρέγκορ μετά το θάνατό του, που αποτέλεσε τελικά τη μόνη διέξοδο που μπόρεσε να βρει για να γλιτώσει από την αρρωστημένη κατάσταση που βίωνε. Οι ηθοποιοί, μέσω της στιλιζαρισμένης στάσης, των έντονα σχηματικών κινήσεων και των εύγλωττων εκφράσεων και μορφασμών τους πιστοποιούν μια απολύτως συγκεκριμένη συνθήκη που όντως, δε χρειάζεται πολλά λόγια για να γίνει αντιληπτή στο κοινό (ο πατέρας, π.χ., αράζει στην κουνιστή του πολυθρόνα με ένα πρόσωπο που ακτινοβολεί γαλήνη και μακαριότητα, ενώ σε πλήρη αντίθεση έρχεται το ανήσυχο, αεικίνητο σώμα και το γεμάτο τύψεις και οδύνη πρόσωπο του γιου του). «Στη ‘Μεταμόρφωση’ μάς αφορά και η έννοια της μέχρι θανάτου εγγραφής στο σώμα νόμων, ενοχών, αξιών και ηθών από το κοινωνικό γίγνεσθαι», λέει ο Σάββας Στρούμπος, περιγράφοντας επακριβώς αυτό που μέλλει να δούμε στην παράσταση. «Τα πρόσωπα της ‘Μεταμόρφωσης’ δρουν και αντιδρούν σα να είναι μπλεγμένα μεταξύ τους με χιλιάδες νήματα, σε έναν παράλογο λαβύρινθο θρυμματισμένων ειδώλων», αναφέρει ακόμα ο σκηνοθέτης. Όντως, οι τέσσερις ηθοποιοί μπροστά μας μοιάζουν με μαριονέττες σε ντελίριο, τέσσερις μαριονέττες δεμένες με αόρατες, μπερδεμένες μεταξύ τους κλωστές, οι οποίες καταλήγουν στα δάκτυλα μιας τρελής, αόρατης, «θεϊκής» οντότητας, που θα μπορούσε κάλλιστα να ακούει στο όνομα «Κοινωνία» ή «Κατεστημένο»...
     Πρόκειται το δίχως άλλο για μια παράσταση με σαφέστατο σκοπό, όπου όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν εξίσου και με απόλυτη αρμονία στην τέλεια πλήρωσή του: οι ηθοποιοί, που δεν παριστάνουν ρεαλιστικούς χαρακτήρες αλλά μεταμορφώνονται σε «ιερογλυφικά σύμβολα», όπως θα ‘λεγε και ο Αρτώ, η ζοφερότητα που αποπνέει το λιτό σκηνικό (Γιώργος Κολλιός) με τα ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, τα οποία έχουν όλα κάποιο αυστηρά συμβολικό ρόλο, τα τυποποιημένα κοστούμια με τα εμβληματικά χρώματα (Γιώργος Κολιός, Rebekka Gutsfeld), η υποβλητική μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη, καθώς και οι καίριοι φωτισμοί του Κώστα Μπεθάνη. Μια έξυπνη καινοτομία του Σάββα Στρούμπου αποτελεί η επιλογή του να τονίσει την παθογένεια όχι μόνο του μεταμορφωμένου Γκρέγκορ, αλλά ολόκληρης της οικογένειας, της κατάστασης. Ένα τρανταχτό παράδειγμα: τα πρόσωπα των γονιών είναι βαμμένα με μια γκριζοπράσινη απόχρωση που παραπέμπει σε κάτι το νεκρό, ενώ η Γκρέτε, αν και σαφώς λιγότερο από τον Γκρέγκορ, παρουσιάζεται κι εκείνη σε σημαντικό βαθμό υποταγμένη στις απαιτήσεις αυτών των ανθρώπων-ζόμπυ. Το τέλος της παράστασης υπαινίσσεται σαφώς πως το εναπομείναν παιδί της οικογένειας Σάμσα, η κόρη, μέλλει να ακολουθήσει τα χνάρια και να έχει την ίδια τύχη με το νεκρό αδερφό της... εκτός κι αν εκείνη καταφέρει να ανακαλύψει μια διαφορετική, φαινομενικά αόρατη διέξοδο από τη δηλητηριασμένη αυτή ατμόσφαιρα των παρασίτων και των βρυκολάκων.
     Το ότι πρόκειται για δουλειά νέων ανθρώπων που δεν έχουν φτάσει ακόμα στο στάδιο της τέλειας καλλιτεχνικής ωριμότητας προδίδεται από κάποιες αδυναμίες της παράστασης, όπως κάποιες κινήσεις που κάνουν οι ηθοποιοί και φαντάζουν κάπως άγαρμπες και δίχως ξεκάθαρη σημασία/ στόχο (όπως και κάποια συχνά επαναλαμβανόμενα υστερικά γέλια), ή οι μη απαραίτητες, επίμονες κρούσεις αντικειμένων, που μάλλον ενοχλούν το θεατή... Τα θετικά στοιχεία όμως υπερτερούν και καθίσταται αναμφισβήτητο ότι η συγκεκριμένη παράσταση είναι αποτέλεσμα όχι μόνο σκληρής δουλειάς, αλλά και ενδελεχούς μελέτης. Οι πιο «φρέσκοι» θεατρόφιλοι, που έχουν την εντύπωση ότι το θέατρο (πρέπει να) είναι μονάχα βιωματικό, ίσως ξαφνιαστούν από αυτό το ιδιάζον δείγμα του... Σ' αυτούς θα πρότεινα να αφεθούν να νιώσουν τους σωματικούς κραδασμούς των ηθοποιών και τα δυνατά μηνύματα και συναισθήματα που αυτοί εκπέμπουν.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας: Φραντς Κάφκα
Μετάφραση: Σάββας Στρούμπος, Δανάη Σπηλιώτη
Διασκευή: Ομάδα Σημείο Μηδέν
Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος
Σκηνικά: Γιώργος Κολλιός
Κοστούμια: Γιώργος Κολιός, Rebekka Gutsfeld
Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης
Φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μιλτιάδης Φιορέντζης (Γκρέγκορ)
Ελεάνα Γεωργούλη (Γκρέτε)
Μαρία Αθηναίου (Κυρία Σάμσα)
Θοδωρής Σκυφτούλης (Κύριος Σάμσα)
Σάββας Στρούμπος (Αφηγητής)

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Πέμπτη-Κυριακή: 21.30 μ.μ. Μέχρι 27/5
Εισιτήρια: € 15, φοιτητικό: € 10, άνεργοι-νέοι κάτω των 25 ετών: € 7.
Διάρκεια: 90'

ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, ΑΙΘΟΥΣΑ «ΘΕΑΤΡΟ»

Πειραιώς 206, Ταύρος
Τηλ.: 2103418550

 Το τρέιλερ της παράστασης:


Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Απόψε... κ α ι Άμλετ!


 «Άμλετ – για έναν ηθοποιό και μια αυλαία»,
βασισμένο στο έργο του Ράινερ Λεβαντόφσκι «Απόψε ούτε Άμλετ»
στο main stage του BIOS
Μετάφραση/ Σκηνοθεσία/ Ερμηνεία: Πρόδρομος Τσινικόρης
Δραματουργία: Αντριάνα Αλεξίου

Ο Πρόδρομος Τσινικόρης

     Πίσω από μια κλειστή αυλαία από κόκκινο βελουδένιο ύφασμα, τοποθετημένη απέναντι από το κοινό, η παράσταση ξεκινά με την οξύμωρη ανακοίνωση από ένα μεγάφωνο ότι... «ματαιώνεται»! Οι θεατές καλούνται να «περάσουν στο ταμείο ώστε να τους επιστραφούν τα χρήματά τους». Γνωρίζουν όμως ήδη (ή έστω υποπτεύονται) ότι όλο αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι στο οποίο εν μέρει συμμετέχουν κι οι ίδιοι... Επομένως, κανείς δεν κινείται (αν και σίγουρα θα ‘χε ενδιαφέρον αν κάποιος το αποτολμούσε). Σε λίγο, η αυλαία ανοίγει και ένας αδέξιος τεχνικός κάνει την εμφάνισή του. Πασχίζει να μας πείσει ότι ο ηθοποιός που έπαιζε τον Άμλετ υπέστη κάταγμα στο πόδι, ότι η παράσταση «ματαιώνεται, ΑΛΗΘΕΙΑ ματαιώνεται». Το κοινό παραμένει... ακίνητο, ενώ ο τεχνικός αρχίζει να συμμαζεύει, απευθύνοντας που και που στους θεατές σύντομες φράσεις όλο αμηχανία. «Απόψε ούτε Άμλετ, ούτε τίποτα!», επιμένει, με έναν αμυδρό τόνο τραγικότητας που προκαλεί μειδιάματα και γελάκια και εντείνει την πεποίθησή μας ότι η παράσταση όχι μόνο δεν ακυρώθηκε, αλλά, αντιθέτως, έχει ήδη αρχίσει. «... εκτός κι αν ήρθατε να δείτε εμένα απόψε!», λέει τελικά ο τεχνικός, και η ιδέα μοιάζει να του καλαρέσει. Κάθεται στην καρέκλα που πριν λίγο μετέφερε προς την έξοδο. Τι ωραία, τι καλά, απόψε θα ‘ναι η δική του βραδιά! Η βραδιά ενός ανώνυμου τεχνικού, αντί για κείνη του κοσμοξάκουστου σαιξπηρικού ήρωα, πρίγκιπα της Δανίας, Άμλετ... Ποιος μας διαβεβαιώνει ότι δε θα είναι εξίσου συγκλονιστική;
     Αντί λοιπόν για Άμλετ... Ίνγκο Ζάσμαν, όπως είναι το όνομα του τεχνικού-χειριστή αυλαίας, που αναλαμβάνει να παίξει για μας και με εμάς απόψε. Ο ήρωας του Ράινερ Λεβαντόφσκι αποτελεί μια φιγούρα τραγελαφική: η προσωπική του ιστορία βρίθει από πίκρες και ατυχίες, αλλά η αφήγησή της γίνεται από τον ήρωα με μάλλον ιλαρό τρόπο. Ο Ίνγκο Ζάσμαν είναι ένας Γερμανός πρώην ηθοποιός που η καριέρα του καταστράφηκε από ένα ατυχές συμβάν, κι έκτοτε καταδικάστηκε να παραμείνει «αόρατος» και ανώνυμος πίσω από μια αυλαία, την οποία ανήγαγε στο μυαλό του σε ουσιώδη θεατρικό παράγοντα, πασχίζοντας έτσι να περισώσει τα απομεινάρια της αυτοεκτίμησής του. Η αφήγησή του δεν είναι γραμμική∙ ο Ζάσμαν πότε εξαίρει τη σημασία της αυλαίας, πότε μιλά για διάσπαρτα γεγονότα της ζωής του, πότε κάνει λόγο για τη συμπεριφορά του κοινού με μάλλον δηκτικό τρόπο, και μέσα σε όλα αυτά κυριαρχούν οι συχνές αναφορές του στον διάσημο σαιξπηρικό ήρωα που οι θεατές ήρθαν να γνωρίσουν από κοντά απόψε. Η ψυχική ομοιότητα του Ζάσμαν με τον Άμλετ κατά την πορεία του μονολόγου του, και κυρίως προς το τέλος του, αποδεικνύεται εκπληκτική.
     Εκτός όμως από μονόλογος ενός χειριστή αυλαίας-πρώην ηθοποιού, το έργο του Ράινερ Λεβαντόφσκι μιλά και πιο γενικά για τον ηθοποιό, το θεατή και για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους υπό τη μορφή της αυλαίας, ο ρόλος της οποίας στην ουσία ανατρέπεται με το που γίνεται λόγος γι’ αυτή. Η παράσταση, λοιπόν, του συγκεκριμένου έργου καλείται να καταργήσει τη σύμβαση, να ενώσει τη σκηνή με την πλατεία, τον ηθοποιό με το κοινό σε ένα ενιαίο σύνολο. Οι θεατές ανάγονται σε βωβά πρόσωπα του έργου, που ωθούνται ενίοτε να λάβουν ενεργό μέρος στη δράση (να απαντήσουν σε ερωτήσεις, να χειροκροτήσουν τον πρωταγωνιστή-τεχνικό-Άμλετ).
     Έχοντας αυτό το παιχνιδιάρικο, ρηξικέλευθο θεατρικό κείμενο ως καμβά, ο σκηνοθέτης-ηθοποιός Πρόδρομος Τσινικόρης και η άξια βοηθός του, η δραματολόγος Αντριάνα Αλεξίου, υφαίνουν πάνω του μια πρωτότυπη, ασυνήθιστη παράσταση που προκαλεί έντονη αίσθηση σε πολλαπλά επίπεδα. Αφενός, πρόκειται για έναν μονόλογο που σχολιάζει τον ίδιο το θεσμό της θεατρικής παράστασης, καθώς δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανατροπή της παραδοσιακής σχέσης ηθοποιού-κοινού. Βλέπουμε λοιπόν σιγά-σιγά τη θέση του ντροπαλού χειριστή αυλαίας να παίρνει ένας αδικημένος, θρασύς πρώην ηθοποιός γεμάτος καταπιεσμένη πικρία, που βρίσκει επιτέλους την ευκαιρία να ξεσπάσει, να τα πει «έξω απ’ τα δόντια» στο κοινό του, το οποίο αντιλαμβάνεται ως ψευτοκουλτουριάκο και ανεπίτρεπτα παθητικό. Τα γελάκια που αρχικά μας προκαλεί ο συνεσταλμένος και κομματάκι ατζαμής τεχνικός κομπιάζουν κάπως όταν αρχίζει να μας... χλευάζει, παριστάνοντάς μας ως δήθεν φιλότεχνους αλλά στην πραγματικότητα απαίδευτους, εθισμένους στα μεγάλα ονόματα («Θέλατε να δείτε ΑΜΛΕΤ!»), ως και πάσχοντες από... εν θεάτρω ακατάσχετη υπνηλία! Η ευθυμία μας εναλλάσσεται με μικροσκοπικά τσιμπήματα που δεχόμαστε στο φιλότιμό μας, αναλογιζόμενοι για πρώτη ίσως φορά όχι το πόσο καλά παίζει το ρόλο του ο ηθοποιός, αλλά εμείς οι ίδιοι πόσο καλά παίζουμε το ρόλο μας ως θεατές... Το σίγουρο είναι ότι κάθε διάθεση για... ύπνο έχει πάει περίπατο. Έχουμε ξυπνήσει απότομα, αρχικά μέσω της έκπληξης («η παράσταση δε θα γίνει!»), και στη συνέχεια μέσω της μεθόδου του... σκωτσέζικου ντουζ (ο αρχικά συμπαθής τυπάκος μπροστά μας πότε αστειεύεται, πότε... μας επιτίθεται). Βρισκόμαστε πλέον σε απόλυτη εκγρήγορση για το τι θα επακολουθήσει. Δεν παρακολουθούμε πια. Συμμετέχουμε.
     Όμως, η πιο σημαντική παρέμβαση του σκηνοθέτη-ηθοποιού και της δραματολόγου στο κείμενο έγκειται κυρίως στον τρόπο απόδοσης του βιογραφικού μέρους του. Ο διττός ρόλος Ζάσμαν-Άμλετ αποκτά εδώ και τρίτη διάσταση καθώς ο Πρόδρομος Τσινικόρης, έχοντας ήδη βασικές ομοιότητες με το πρόσωπο που υποδύεται (εν μέρει γερμανική καταγωγή, σπουδές υποκριτικής, παρελθόν στο χώρο του θεάτρου κ.α.), εισάγει στο ρόλο του ορισμένα στοιχεία πολύ πιο προσωπικά (αναμνήσεις, συνήθειες, βιώματα και κάποιες καθαρά δικές του σκέψεις). «Ντρέπομαι που ζω σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί που μας κατέστρεψαν ζητούν ξανά την ψήφο μου σε έξι μέρες», ομολογεί κάποια στιγμή, ενώ κάνει συχνά αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα. Η τέλεια συγχώνευση του χαρακτήρα του ηθοποιού με τον ήρωα που ερμηνεύει αλλά και με τον ήρωα του Σαίξπηρ επιτυγχάνεται με ιδιαίτερα αρμονικό και αριστοτεχνικό τρόπο: αδυνατούμε να αντιληφθούμε επακριβώς που «τελειώνει» ο Ζάσμαν και που «αρχίζει» ο Τσινικόρης, ή κάθε πότε το φάντασμα του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας ξυπνά στον μέσα κόσμο του ήρωα στοιχειώνοντάς τον. Στο βάθος του μυαλού του πρωταγωνιστή αλλά και σε αυτό των θεατών, ο Άμλετ, ο προδομένος πρίγκιπας που καλείται να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του, αναδύεται ως μια εμβληματική μορφή που σηματοδοτεί τη σύγχυση, τη διστακτικότητα, την αμηχανία όλων μας μπροστά σε μια μεγάλη και δυναμική απόφαση που οφείλουμε να πάρουμε ενάντια σε αυτούς που μας έβλαψαν. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η χώρα μας, ιδίως αυτή την περίεργη, μεταβατική εποχή, είναι γεμάτη από Άμλετ...
     Η παθιασμένη, σφριγηλή ερμηνεία του Πρόδρομου Τσινικόρη, ενός νέου ηθοποιού με τέλεια δουλεμένα εκφραστικά μέσα (αστραποβόλο βλέμμα, κρυστάλλινη, διαπεραστική φωνή, θαυμαστή άνεση στην κίνησή του), είναι σαφώς τέτοια που να υπηρετεί όλους τους παραπάνω στόχους. Από την πρώτη στιγμή επιτυγχάνει και στη συνέχεια εξελίσσει μια όλο και στενότερη επαφή με τους θεατές, ενώ η συνεχής απεύθυνσή του στο κοινό διακρίνεται από αμεσότητα και δυναμισμό. Καταφέρνει ακόμα να μας μεταβιβάσει τις αγωνίες του τρισδιάστατου χαρακτήρα που ενσαρκώνει και παράλληλα να μας κάνει να τον νιώσουμε σαν έναν άνθρωπο πολύ κοντινό μας, τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, έναν από μας. Το μόνο που ίσως λείπει από την ερμηνεία του είναι μια ιδέα περισσότερη συγκινησιακή φόρτιση, λίγη παραπάνω εσωτερική ένταση σε κάποια σημεία, π.χ. μερικές νότες πόνου και νοσταλγίας στη φωνή του όταν μιλά για τη χαμένη του αγάπη, που ο ίδιος άθελά του συνέβαλε στο χαμό της, όπως ακριβώς συνέβη με τον Άμλετ και την Οφηλία...
     Να προσθέσω ακόμα πως στο ζητούμενο της ενότητας σκηνής-πλατείας κι αυτής της αίσθησης οικειότητας με τον πρωταγωνιστή συμβάλλει σημαντικά ο «ανέγγιχτος» σκηνικός χώρος, αν εξαιρέσουμε την κόκκινη αυλαία που τον χωρίζει στα δυο, και ο φωτισμός που επιλέγει ο Χαρίτωνας Παπαδόπουλος – διάχυτος, αφηρημένος φωτισμός που αγκαλιάζει εξίσου ηθοποιό και θεατές.
     «Απόψε ούτε Άμλετ, ούτε τίποτα»... ε, τελικά όχι! Απόψε ΚΑΙ Άμλετ... και Ζάσμαν... και Τσινικόρης... κι εμείς ακόμα! Απόψε και γέλιο και ξάφνιασμα και υπαρξιακοί προβληματισμοί... και άλλα πολλά. Κι όλα αυτά μόνο με έναν ηθοποιό και μια αυλαία...


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ :

Μετάφραση - σκηνοθεσία – ερμηνεία : Πρόδρομος Τσινικόρης
Δραματουργία : Αντριάνα Αλεξίου
Σκηνικός χώρος – φωτισμοί : Χαρίτων Παπαδόπουλος

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως 22/5
Ώρα έναρξης : 21:00
Τιμή εισιτηρίου : 10ευρώ.

BIOS
Πειραιώς 84, Γκάζι
Τηλ.: 2103425335


Με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Χορηγός επικοινωνίας : ελculture

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τον παλιό, όμοιο καιρό...


«Το παράπονο του νεκροθάπτου», του Εμμανουήλ Ροΐδη
στο Θέατρο Booze Cooperativa
Σκηνοθεσία: Αντρέας Κουτσουρέλης

Οι συντελεστές της παράστασης: Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης, Παναγιώτης Μαρίνος.
 
     Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενός αληθινά αξιόλογου θεατρικού έργου είναι το δίχως άλλο η διαχρονικότητα των θεμάτων και των νοημάτων που αυτό πραγματεύεται. Στη διαχρονικότητα κατά βάση οφείλεται η αθάνατη παντοδυναμία των σαιξπηρικών και των αρχαιοελληνικών δραμάτων, τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να πάψουν να αναβιώνουν στη σκηνή φωτισμένα υπό μυριάδες διαφορετικούς σκηνοθετικούς «προβολείς» και προκαλώντας πάντα όμοια συγκίνηση στους θεατές τους. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και με κάθε κορυφαίο δείγμα της τέχνης του γραπτού λόγου – ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα που άγγιξαν βαθιά τους αναγνώστες τους από τη στιγμή που πρωτοδημοσιεύτηκαν, ακόμα και γραμμένα αιώνες πριν εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιρα και πάντα εξίσου συναρπαστικά. Κι αυτό γιατί, αν και οι αλλοτινές κοινωνικές συνθήκες φαντάζουν κάπως διαφορετικές από τις σημερινές, τα αισθήματα, οι αδυναμίες και, γενικά, τα λοιπά θετικά ή αρνητικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης ελάχιστες έως μηδαμινές είναι οι παραλλαγές που παρουσιάζουν από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα...
     «Το παράπονο ενός νεκροθάπτου», διήγημα γραμμένο σε καθαρεύουσα το 1895 από τον πνευματώδη συγγραφέα της διάσημης «Πάπισσας Ιωάννας», Εμμανουήλ Ροΐδη, παρά την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του αποτελεί τυπικό παράδειγμα ενός διαχρονικού έργου και παράλληλα – δυστυχώς –  απολύτως επίκαιρου. Πρόκειται για τη ρεαλιστική, πιθανώς αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που εξαπατήθηκε οικτρά από έναν ψεύτη πολιτικό, τοποθετημένη σε μια εποχή ακόμα πιο παλιά από εκείνη του συγγραφέα της (τέλη 1700-αρχές 1800). Κεντρικός ήρωάς της ο Αργύρης Ζώμας, κηπουρός και βαρκάρης στη Σύρο, πατέρας εφτά παιδιών, ο οποίος, παραπλανημένος από έναν Αθηναίο συνταγματάρχη που ανταλάσσει... υποσχέσεις με συλλογή ψήφων προκειμένου να εκλεγεί βουλευτής, καταλήγει από ευτυχισμένος οικογενειάρχης με αξιοπρεπή ζωή να γίνει ένας χαροκαμένος νεκροθάφτης, ολοσχερώς κατεστραμμένος οικονομικά μα κυρίως ψυχικά...
     Και πριν ακόμα τη συγγραφή του «Παράπονου», ο Ροΐδης υπήρξε απόλυτα σαφής ως προς τη δυσμενή άποψή του τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για τους υποστηρικτές τους. «Πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου», εκτιμούσε ο Ροΐδης το 1875, ορίζοντας επιπλέον ως πολιτικό «κόμμα» μια «ομάδα ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθρογραφώσι εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι». Και σε ποιον από μας άραγε δε θυμίζουν οι παραπάνω εκτιμήσεις του προ εκατονταετίας εκλιπόντα συγγραφέα το κλίμα που επικρατούσε μέχρι πολύ πρόσφατα στη χώρα μας, εκείνη την κρίση αξιών που σε σημαντικό βαθμό προλείανε το έδαφος για την οικονομική κρίση που ακολούθησε; Οι πελατειακές σχέσεις, τα ρουσφέτια, οι ισχυροί πολιτικοί και οι δουλοπρεπείς οπαδοί τους που συνήθιζαν να συλλέγουν εναγωνίως τις ψήφους εκείνες που θα εξασφάλιζαν στους πρώτους την πολυπόθητη εξουσία και στους δεύτερους τις ονειρεμένες, ως επί τω πλείστω άνευ ουσίας, αργόμισθες δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, αποτελούσαν μια κοινώς αποδεκτή και, για τους έχοντες ακόμα κάποια ίχνη συνείδησης και αξιοπρέπειας, μια άκρως αποκρουστική πραγματικότητα.
     Το «Παράπονο ενός νεκροθάπτου», παρά την υπερβολικά τραγική του υπόθεση δεν προκαλεί ακατάσχετη δακρύρροια στον αναγνώστη, χάρη στο παιγνιώδες ύφος του συγγραφέα, που, αν και γράφει σε α΄ πρόσωπο, εντούτοις θέτει στο ρόλο του αφηγητή όχι τον ίδιο τον Ζώμα, αλλά έναν παλιό του γνώριμο, που τον συναντά τυχαία στο νεκροταφείο. Με αυτό τον ευρηματικό τρόπο επιτυγχάνεται μια σημαντική αποστασιοποίηση από τον αξιολύπητο πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον οποίο ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με κριτική και, συχνά, ελαφρώς σκωπτική διάθεση. «Ανάθεμα εις την πολιτικήν!», ψιθυρίζει ο ταλαίπωρος νεκροθάφτης, για να λάβει την εξής απάντηση από τον συνομιλητή του, που προφανώς αποτελεί alter ego του Ροΐδη: «Πταίεις όμως και συ που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ και όσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν». «Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσο μεγαλυτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν», του αντιτείνει μεταξύ άλλων ο νεκροθάφτης προσπαθώντας να δικαιολογηθεί. Η τραγωδία του Ζώμα υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι τίποτε δε διδάχτηκε από τα παθήματά του, ότι δεν αναλογίστηκε καν πόσο μεγάλη απερισκεψία ήταν από μέρους του να εμπιστευτεί ό,τι είχε και δεν είχε στα χέρια ενός ανθρώπου συμφεροντολόγου και αναξιόπιστου, τον οποίο ελάχιστα γνώριζε.
     Η παράσταση που στήνει ο Αντρέας Κουτσουρέλης με ισχυρό του θεμέλιο το ευφυέστατο, δηκτικό αυτό διήγημα του Ροΐδη είναι μια παράσταση σεμνή, που, καταρχάς, αναγνωρίζει την αυτοδυναμία του κειμένου και τίθεται στην υπηρεσία του με τον πλέον διακριτικό τρόπο, χωρίς να προσπαθεί ούτε να το υπερτονίσει, ούτε να το επισκιάσει. Άλλωστε, τα λογοτεχνικά κείμενα, ήδη ολοκληρωμένα έργα τέχνης, προορισμένα για ανάγνωση και ως εκ τούτου πολύ πιο περιγραφικά από τα θεατρικά, αποδίδουν πλήρεις εικόνες που δε χρήζουν σκηνοθετικής συμβολής ώστε να γίνουν πιότερο αντιληπτές στο κοινό. Γι’ αυτό τον λόγο, ένα όσο το δυνατόν «απαλότερο» άγγιγμα του σκηνοθέτη πάνω σε τέτοια κείμενα αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, καθότι η δημιουργία μιας αμιγώς θεατρικής παράστασης θα απαιτούσε φυσικά τη δραματουργική επεξεργασία του πεζού αυτού κειμένου, η οποία θα κινδύνευε όμως να του αφαιρέσει μέρος της γοητείας του.
     Όχι τόσο «θεατρική παράσταση», λοιπόν, όσο δραματοποιημένη αφήγηση μιας ιστορίας από τέσσερις ηθοποιούς (Δημήτρης Αντωνιάδης, Στάθης Βούτος, Αντρέας Κουτσουρέλης, Παναγιώτης Μαρίνος) καθισμένους σε τέσσερις καρέκλες, μέσα σε μια άδεια σκοτεινή σκηνή που φωτίζεται ενίοτε, διαδοχικά ή και ταυτόχρονα, από τέσσερα φώτα τοποθετημένα πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών που τα αναβοσβήνουν οι ίδιοι ανάλογα με το ποιος από αυτούς λαμβάνει κάθε φορά το λόγο. Τις υποβλητικές φωνές τους συνοδεύει ενίοτε η απαλή μουσική που ακούγεται από ένα παλιό πικ-απ στο κέντρο της σκηνής. Το σκοτάδι που κυριαρχεί και η θεαματική λιτότητα του χώρου αλλά και των εκφραστικών μέσων των ηθοποιών, που χρωματίζουν τις φωνές τους με τις πιο ήπιες φωνητικές τους αποχρώσεις χωρίς να καταφεύγουν επ’ ουδενί σε κραυγές και περιττές εξάρσεις, όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κατανυκτική, παρόμοια με αυτή του εκκλησιάσματος, των παραμυθιών που ψιθυρίζει μια παραδοσιακή γιαγιά δίπλα στο τζάκι ή τις ιστορίες που λένε οι στρατοκόποι γύρω από μια αναμένη φωτιά μέσα στο δάσος... Η  συσκοτισμένη σκηνή ανάγεται τελικά σε μαύρο καμβά, που η φαντασία του θεατή καλείται υπνωτισμένη να κοσμήσει με τις δικές της νοερές αντανακλάσεις.
     Ένα θέαμα-αποθέωση της λιτότητας, που ευφραίνει, ενεργοποιεί και οξυγονώνει τη σκέψη, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην αφύπνιση της λογικής παρά στην επίκληση του συναισθήματος. Αντάμα με τον αφηγητή-Ροΐδη, παρατηρούμε συλλογισμένοι και μετριοπαθείς τις πονεμένες εκμυστηρεύσεις του άτυχου αλλά και αφελούς νεκροθάφτη, δίχως να παρασυρόμαστε στη δίνη της συμπόνοιας μας γι’ αυτόν και δίχως να ταυτιζόμαστε – τουλάχιστον απόλυτα – μαζί του. Το κλείσιμο του έργου, με τη χαριτωμένη παιδική φωνούλα που ακούγεται από το πικ-απ, σηματοδοτεί ίσως την ελπιδοφόρα πιθανότητα μιας νέας αρχής, μιας νέας, υπεύθυνης στάσης μας απέναντι στη ζωή, όπου θα κληθούμε να πιστέψουμε ότι, παρά τις όποιες αντιξοότητες και όσο κι αν προσπαθούν να μας το αποκρύψουν, εμείς οι ίδιοι κρατάμε στα χέρια μας τα ηνία της μοίρας μας κι εμείς την καθοδηγούμε από το σκοτάδι στο φως... Εμείς και κανένας άλλος.


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας: Εμμανουήλ Ροΐδης
Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Αντρέας Κουτσουρέλης

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: 
Δημήτρης Αντωνιάδης,
Στάθης Βούτος,
Αντρέας Κουτσουρέλης,
Παναγιώτης Μαρίνος
Συμμετέχει με την ελπίδα και τη φωνή της η μικρή μας φίλη Μαριλένα Παπαδημητρίου

Παραγωγή: Art Syndicate

Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 9.15 μ.μ.
από τις 14 Μαρτίου 2012

Εισιτήρια: Κανονικό-15 ευρώ
Φοιτητικό, Μαθητικό, ΑΜΕΑ ,Άνεργοι -10 ευρώ

Θέατρο Booze Cooperativa
Κολοκοτρώνη 57
Μοναστηράκι
Τηλ.: 210-3240944


Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Παθιασμένος έρωτας χωρίς άγγιγμα... για κείνους... και για μας!


«Bent», του Μάρτιν Σέρμαν
στον Πολυχώρο Πολιτισμού Vault
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς

Οι ηθοποιοί: Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ), Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ), Πάνος Ροκίδης (Θείος Φρέντυ, Αξιωματικός), Θοδωρής Πανάς (Γκρέτα), Ιούλιος Τζιάτας (Βολφ, Αξιωματικός), Νικόλας Σουλογιάννης (Στρατιώτης, Βίκτωρ, Δεκανέας) και Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ)
     «Τα καταφέραμε! Δε μπορούν να μας σκοτώσουν! Κάναμε έρωτα! Είμαστε ζωντανοί! Είμαστε άνθρωποι!».
     Όχι, δεν είναι τα λόγια κάποιου που πριν λίγο γεύτηκε την ερωτική ευτυχία αγκαλιασμένος με το έτερόν του ήμισυ πάνω σ’ ένα μεγάλο, άνετο κρεβάτι με καθαρά σεντόνια... Είναι τα λόγια ενός σκονισμένου, κατάκοπου αιχμαλώτου του Νταχάου, που στέκει ημίγυμνος σε στάση προσοχής κατά τη διάρκεια της τρίλεπτης υποχρεωτικής «ξεκούρασης» από τη σκληρή και ανούσια εργασία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο εραστής του παρίσταται δίπλα του σε όμοια στάση κάτω από τον καυτό ήλιο, υπό τη μακρινή εποπτεία ενός Ναζί φρουρού που έχει την εντύπωση πως «βλέπει τα πάντα». Οι δυο άντρες είναι κάθιδροι... όχι όμως λόγω της αφόρητης ζέστης, ούτε της τρομερής κούρασης... αλλά εξαιτίας της υπέρμετρης ηδονής που βίωσαν προ ολίγου μαζί. Γιατί, όσο απίστευτο κι αν φαντάζει, πριν από λίγο οι δυο τους κατάφεραν να κάνουν έρωτα... Χωρίς να αγγιχτούν. Χωρίς καν να κοιτάζονται...
    Μια ιστορία αγάπης δυο ανθρώπων του ίδιου φύλου που λαμβάνει χώρα την εποχή του Ολοκαυτώματος στο Νταχάου είναι ο βασικός άξονας του πολυθεματικού θεατρικού έργου του Μάρτιν Σέρμαν «Bent» (1979), το οποίο ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, έπειτα στο Μπρόντγουεϊ και στη συνέχεια παίχτηκε σε πάνω από πενήντα χώρες γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Ετυμολογικά, «bent» είναι ένα υποτιμητικό συνώνυμο της λέξης «ομοφυλόφιλος», που χρησιμοποιούνταν ευρέως παλιότερα σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, όμως, στην αγγλική «bent» λέγεται και ο «αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα». Παρακολουθώντας την υπόθεση του έργου, δε μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πόσο πολύ του ταιριάζει αυτός ο δίσημος τίτλος.
    Πρωταγωνιστής του «Bent» είναι ο Μαξ, ένας σεξουαλικά απελευθερωμένος ομοφυλόφιλος άντρας που διάγει έκλυτο βίο στο Βερολίνο του 1930, παραδομένος σε κάθε λογής πάθος: ποτό, κοκαΐνη, σεξ. Ο Μαξ συζεί με τον Ρούντυ, έναν νεαρό χορευτή, αυτό όμως δεν τον αποτρέπει από το να κάνει κάθε τόσο one night stands στο διαμέρισμά του με διάφορους άντρες που γνωρίζει στο γκέι κλαμπ που δουλεύει ο φίλος του. Η ασύδοτη, ξένοιαστη ζωή του ήρωα θα λάβει τέλος τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (1934), όταν ο Χίτλερ θα αποφασίσει να πατάξει την ομοφυλοφιλία στη Γερμανία διατάζοντας τη δολοφονία πάνω από διακοσίων στελεχών των Ες Ες, καθώς και των συντρόφων τους. Ο Ρούντυ και ο Μαξ, που για κακή του τύχη πέρασε το προηγούμενο βράδυ με έναν νεαρό αξιωματικό, θα γίνουν στόχος της Γκεστάπο, θα κυνηγηθούν και εν τέλει θα συλληφθούν. Ο Ρούντυ θα πεθάνει στο τρένο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στο Νταχάου. Ο Μαξ θα κάνει το παν για να πείσει τους Ναζί ότι δεν είναι ομοφυλόφιλος αλλά Εβραίος, προκειμένου να έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει. Στο Νταχάου θα έρθει κοντά με έναν άλλο ομοφυλόφιλο κρατούμενο, τον Χορστ. Οι δυο τους θα συνάψουν μια δυνατή πλατωνική σχέση που θα συνδαυλίσει τη λαχτάρα τους για ζωή και θα απαλύνει τα φοβερά δεινά τους στο στρατόπεδο...
    Το έργο έγινε αιτία την εποχή που γράφτηκε να αναδειχτούν ιστορικά ζητήματα που ως τότε καλύπτονταν από μαύρο σκότος. Όλοι γνώριζαν σαφώς για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, ελάχιστοι όμως ήξεραν ότι και οι φανερά ομοφυλόφιλοι είχαν τότε την ίδια και χειρότερη μοίρα, κι ας ήταν βέροι εκπρόσωποι της «Άριας Φυλής». Ο Μάρτιν Σέρμαν, ομοφυλόφιλος και Εβραίος ο ίδιος, χρησιμοποιεί ως ζοφερό φόντο στο δράμα του τη στυγνή φρικαλεότητα μιας παρανοϊκής εξουσίας καθοδηγούμενης από δύο τυφλά, εξίσου πανάσχημα θηρία, το Ρατσισμό και το Σεξισμό. Το σκοτάδι όμως του πόνου, του ηθικού ξεπεσμού και της απόγνωσης υπερνικείται από το άπλετο φως της αγάπης και της αλήθειας. Το «Bent» μαγεύει γιατί, όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο, ιδιαιτέρως «μαύρο» θέμα, στην πραγματικότητα το υπερβαίνει, αποκαλύπτοντας την ουσία της ίδιας της ζωής και υπερυψώνοντας το βαθύτερο νόημά της. «Έρωτας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Με τόση πείνα, τόσο φόβο, τόση κούραση... Αδύνατον!», μπορεί να σκεφτεί κανείς. Κι όμως! Η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή αναδεικνύεται πιο σημαντική για την επιβίωση από την τροφή. Όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι: «Το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει, αλλά να ξέρει γιατί ζει». Και ποιο κίνητρο για να συνεχίζει να ζει κανείς είναι ισχυρότερο από την αγάπη; Αυτό μας αποδεικνύει ο Μαξ∙ και γι’ αυτό το πικρό τέλος του έργου μας προσφέρει μια παράξενη λύτρωση, μια αίσθηση δικαίωσης. Διότι ο αρχικός, τυφλός πόθος του ήρωα για επιβίωση με κάθε κόστος αντικαθίσταται με τη βαθύτερη επιθυμία μιας ζωής με γνήσια αισθήματα και αξίες, μιας ζωής που αξίζει.
   Τις πρόβες του «Bent» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά στον Πολυχώρο Πολιτισμού Vault παρακολούθησε και ο ίδιος ο Μάρτιν Σέρμαν, ο οποίος σε συνέντευξή του ανέφερε ότι εντυπωσιάστηκε από αυτές και εξέφρασε την πεποίθησή του για την επιτυχία των παραστάσεων που θα ακολουθούσαν. Οι προβλέψεις του Σέρμαν επαληθεύτηκαν. Ο Δημήτρης Καρατζιάς με την επάξια συνεισφορά όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών δημιούργησε μια εξαιρετικά δυνατή και δεμένη παράσταση, που από την πρώτη στιγμή σε «αρπάζει» στα στιβαρά της μπράτσα και σε αιχμαλωτίζει στην αγκαλιά της.
     Η παράσταση, σαν ταξίδι σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε «ρουφά» από την πρώτη στιγμή μέσα στο ιδιαίτερο, γεμάτο εναλλαγές κλίμα της μ’ ένα έξυπνο τρικ που συντελείται στο φουαγιέ, καθιστώντας για λίγο και τους θεατές «συνένοχους» στο θέαμα. Το αποφασιστικό άγγιγμα του σκηνοθέτη μουντζουρώνει τα όρια μεταξύ πλατείας και σκηνής, πραγματικότητας και φαντασίας, ενώ οι ηθοποιοί υπό την καθοδήγησή του πλάθουν πολυδιάστατους χαρακτήρες προσεγμένους ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα πάντα συναινούν στην ενότητα και την αληθοφάνεια του θεάματος: τα απέριττα, υπαινυκτικά σκηνικά (Δέσποινα Χαραλάμπους) μεταμορφώνονται σε ολοκληρωμένα τοπία με τη συμβολή των εύστοχων φωτισμών (Οδυσσέας Παυλόπουλος), της σαγηνευτικής μουσικής (Μάνος Αντωνιάδης) και των εκφραστικών κινήσεων των ηθοποιών, που παίζουν ως και με την τελευταία ίνα του σώματός τους αντιδρώντας στον πόνο, στον καύσωνα, στο κρύο... στο πάθος... Όπως οι καιρικές συνθήκες και τα μέρη που φαίνεται να λαμβάνει χώρα η σκηνική δράση, έτσι και τα αισθήματα και οι σχέσεις των ηρώων: βρίσκονται σε μια διαρκή «ροή», σε μια διαρκή μετάλλαξη ώσπου να φτάσουν στην τελική εκδοχή τους.
     Ο Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ) δεν παραλείπει καμιά από τις πλήθος αποχρώσεις που κοσμούν το πορτρέτο του ήρωα που υποδύεται. Στην ψυχή του Μαξ, όπως αυτή μας δίνεται από τη γεμάτη πάθος και ειλικρίνεια ερμήνεια του Δημήτρη Καρατζιά, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια, η ωμότητα και η τρυφεράδα, οι δαίμονες και οι άγγελοι δίνουν μάχη για επικράτηση. Ο Μαξ αποτελεί γνήσιο δείγμα του δισυπόστατου της ανθρώπινης φύσης, ένα ζωντανό «δοχείο» όπου το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης προκαλεί οξυδώσεις στην ψυχική ευαισθησία και στις ανώτερες ηθικές αξίες... και το αντίστροφο. Οι ψυχικοί μας κλυδωνισμοί κατά τη διάρκεια αυτής της ρωμαλέας παράστασης εναρμονίζονται πλήρως με αυτούς του Μαξ, που προκαλεί την αμέριστη συμπάθειά μας όχι παρά τις αδυναμίες του, αλλά μάλλον εξαιτίας αυτών.
    Ο Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ), με μια ερμηνεία πολύ πιο ηπίων τόνων εκπέμπει μια ήρεμη γλυκύτητα ως αντίστιξη στη φαινομενική σκληρότητα του γεμάτου άμυνες και νευρικότητα αγαπημένου του. Μαζί με τον Δημήτρη Καρατζιά φτιάχνουν το τέλειο ζευγάρι επί σκηνής, καθότι, παντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους από κάθε άποψη, καταλήγουν να έχουν μια χημεία εκρηκτική, μιας και ο ένας συμπληρώνει τον άλλον.
     Ειδική μνεία αξίζει και ο Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ) για τον αφελή, μολαταύτα ιδιαίτερα στοργικό και ευαίσθητο ανθρωπάκο που σκιαγραφεί, με στοιχεία αγαθής νοικοκυρούλας και πιστού σκυλιού. Ένα σύνηθες πλάσμα-υπηρέτης που προσφέρει την αγάπη του και την ανιδιοτελή φροντίδα του στον αγαπημένο-αφέντη του με άτυπο αντάλλαγμα την προστασία και την ασφάλεια που θα του παράσχει ο τελευταίος. Καθηλωτικός, από τους ηθοποιούς που παίζουν και με το τελευταίο τους κύτταρο, είναι και ο Πάνος Ροκίδης στο διπλό ρόλο του κρυφά ομοφυλόφιλου θείου του Μαξ και του ναζί αξιωματικού. Ομοίως και ο νεαρός Νικόλας Σουλογιάννης, που υπηρετεί τους πιο επιμέρους ρόλους του έργου με ψυχή και με μοναδικό ταλέντο που κραυγάζει την ύπαρξή του. Γοητευτική και ιδιαίτερα απολαυστική ως τραγουδίστρια η Γκρέτα του Θοδωρή Πανά. Τέλος, ο Ιούλιος Τζιάτας αφενός προκαλεί αβίαστο γέλιο ως κοκορόμυαλος Βολφ και αφετέρου τρομοκρατεί ως ναζί, υπηρετώντας τον καθένα από τους ρόλους του με άκρα εντιμότητα.
     «Νιώθω ευτυχής που το ‘Bent’ θα παιχτεί στην Αθήνα εν καιρώ κρίσης», ήταν μια ακόμα δήλωση του Μάρτιν Σέρμαν σχετική με την παράσταση. Διότι, ναι, μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και των πρωταγωνιστών του συγκεκριμένου έργου υπάρχουν δυστυχώς τρανταχτές ομοιότητες: όσο οδυνηρό κι αν είναι να το σκεφτεί κανείς, είμαστε κι εμείς κατά μια έννοια «αιχμάλωτοι», εγκλωβισμένοι δίχως να φταίμε σε ένα μέρος όπου τα βιοτικά αγαθά γίνονται όλο και πιο πενιχρά. Ο Μάρτιν Σέρμαν μοιάζει να προτείνει: «Ε, λοιπόν... ερωτευτείτε!». Και η παράσταση του Δημήτρη Καρατζιά είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μας θυμίσει τον τρόπο... Διότι, παρακολουθώντας την, δε μπορούμε παρά να βιώσουμε μια λυτρωτική συγκίνηση αντίστοιχη μιας ονειρεμένης ερωτικής επαφής. Περίπου σαν τους ήρωές της...

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Συγγραφέας:  Martin Sherman
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδοσιάδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Μπρατάκος
ΒΆ Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Σουλογιάννης
Σκηνικά - φωτογραφίες : Δέσποινα Χαραλάμπους
Κοστούμια: Κλιμενώφ Δήμος
Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης: Θοδωρής Πανάς
Φωτισμοί: Οδυσσέας Παυλόπουλος

Παίζουν οι ηθοποιοί:  Δημήτρης Καρατζιάς (Μαξ)
Στέφανος Κακαβούλης (Χορστ)
Πάνος Μπρατάκος (Ρούντυ)
Θοδωρής Πανάς (Γκρέτα)
Πάνος Ροκίδης (Θείος Φρέντυ, Αξιωματικός)
Ιούλιος Τζιάτας (Βολφ, Αξιωματικός)
Νικόλας Σουλογιάννης (Στρατιώτης, Βίκτωρ, Δεκανέας)

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Κυρ. 19.15
Βραδ. Παρ., Σαβ. 21.15
Εως 8/4
Τιμές εισιτηρίων:
15 ευρώ, φοιτ. 10 ευρώ
ΘέατροVault
Mελενίκου 26
Βοτανικός
Τηλ. 210-3302348

Το τρέιλερ της παράστασης (φτιαγμένο από τον Στέφανο Κακαβούλη):