Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Ένας έμπορος αλόγων στο κατόπι της δικαιόσυνης - ένας καλλιτέχνης που μεταμορφώνεται στην ιστορία του


Κόλχαας, του Χάινριχ φον Κλάιστ
Μετάφραση, Δραματουργική προσαρμογή, Σκηνοθεσία, Ερμηνεία:
Νίκος Αλεξίου
Ο Νίκος Αλεξίου.

     Στην κοινωνία των ζώων είναι σε όλους μας γνωστή και ξεκάθαρη η μορφή του δικαίου που επικρατεί: δεν είναι άλλο από αυτό του «ισχυροτέρου». Τα πιο δυνατά, σαρκοβόρα ζώα κυνηγούν και τρέφονται από τα πιο αδύναμα, συνήθως φυτοφάγα ζώα. Μια κοινώς αποδεκτή αλήθεια. Ο περίφημος «Νόμος της Φύσεως». Τι συμβαίνει όμως στην κοινωνία των ανθρώπων, στην κοινωνία ετούτων των (φερόμενων) νοητικά πολύ ανώτερων όντων που έχουν εφεύρει μαζί με τόσα άλλα αξιοθαύμαστα επιτεύγματα και την έννοια του πολιτισμού; Υφίσταται πράγματι ένα είδος δικαίου που προστατεύει τους πιο αδύναμους; Κι αυτό το ερώτημα γεννά ένα ακόμα, πιο δύσκολο και περίπλοκο στο να απαντηθεί: πρώτα απ’ όλα, γιατί στην «πολιτισμένη» ανθρώπινη κοινωνία υπάρχει αναντίρρητα αυτός ο τρανταχτός διαχωρισμός των ανθρώπων σε «αδύναμους» και «δυνατούς»; Μήπως αυτή και μόνο η δεδομένη κατάσταση αρκεί ώστε να αναιρέσει κάθε ψευδαίσθηση ύπαρξης μιας αληθινά αμερόληπτης και ευθυτενούς «δικαιοσύνης» που διέπει τις μεταξύ μας σχέσεις, όποια μορφή κι αν έχουν αυτές;
     Ο κεντρικός ήρωας στην ομώνυμη νουβέλα του γερμανού συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1810 και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν τον 16ο αιώνα στη Σαξονία και το Βραδενβούργο, ο ευκατάστατος, τίμιος έμπορος αλόγων Μίκαελ Κόλχαας, δεν ταλανίζεται διόλου από τέτοιου είδους προβληματισμούς, τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας του. Πρόκειται για έναν άνδρα γύρω στη μέση ηλικία, αυτάρκη και αξιοσέβαστο στους συμπολίτες του, που ζει αληθινά ευτυχισμένος με την οικογένειά του στο μεγάλο υποστατικό του, έχοντας μια απασχόληση που τον γεμίζει και τον ικανοποιεί απόλυτα. Μια ανύποπτη όμως ημέρα, ο Κόλχαας θα έρθει για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την αδικία, όταν ένας κοινωνικά ισχυρός βαρόνος θα του πάρει με δόλιο τρόπο τα δυο ομορφότερα άλογά του και, αφού πρώτα τα κακομεταχειριστεί, θα αρνηθεί επιπλέον να του τα επιστρέψει.
     Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή του Κόλχαας θα αλλάξει ριζικά. Αρχικά, θα επιχειρήσει να βρει το δίκιο του με όλα τα νόμιμα μέσα, καταγγέλοντας το γεγονός και απευθυνόμενος σε αρμόδιο δικηγόρο. Γρήγορα όμως θα αντιληφθεί ότι οι προσπάθειές του είναι μάταιες – ο βαρόνος είναι πράγματι ένας πολύ ισχυρός άνδρας, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, κι έχει τη δύναμη όχι μόνο να παρεμποδίσει την εφαρμογή του νόμου, αλλά ακόμα και να στρέψει τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο που έβλαψε. Ο δικηγόρος και άτομα από το φιλικό περιβάλλον του Κόλχαας τού δίνουν τη συμβουλή να ηρεμήσει και να ξεχάσει μια και καλή το γεγονός. «Δυο άλογα ήταν μόνο», του λένε όλοι, όμως για τον Κόλχαας δεν πρόκειται απλά και μόνο για «δύο άλογα». Πρόκειται για την τραγική κατεδάφιση ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του, για την κατάρριψη της βαθιάς πίστης του ότι ζούσε προστατευμένος από κάθε κακό σε έναν αληθινά δίκαιο κόσμο. Τόσα χρόνια αγνός και απρόσβλητος από οδυνηρές εμπειρίες αδικίας, ζώντας τίμια και δίχως να βλάψει κανέναν, ο Μίκαελ Κόλχαας έχει διαμορφώσει έναν ακέραιο, αδαμάντινο χαρακτήρα. Αν υποχωρήσει, αν παραιτηθεί από τον αγώνα του για δικαιοσύνη, θα είναι σα να απαρνείται τον ίδιο του τον εαυτό, σα να σκοτώνει μονομιάς κάθε ελπίδα για ζωή αληθινά ειρηνική κι ευτυχισμένη, κάθε πιθανότητα για αληθινή ζωή.
      Μετά από τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του, που τραυματίζεται θανάσιμα προσπαθώντας να τον βοηθήσει να δικαιωθεί, το ποτήρι θα ξεχειλίσει για τον Κόλχαας. Έρμαιο του θυμού και του αφόρητου πόνου του, ο φιλήσυχος έμπορος αλόγων θα μετατραπεί σε φανατισμένο επαναστάτη, σε αρχηγό ενός αντάρτικου στρατού από πολλούς φτωχούς και αδικημένους, που καίνε και λεηλατούν μανιασμένα τη μια πόλη μετά την άλλη αναζητώντας τον διαβόητο βαρόνο, και μέσω αυτού, την πολύτιμη αποκατάσταση της δικαιοσύνης...
     Ο Νίκος Αλεξίου, συνεπαρμένος από τα διαχρονικά μηνύματα αλλά και από τις τόσο ζωντανές και έντονες εικόνες (εικόνες περισσότερο δράσης και συναισθημάτων παρά τοπίων) του συγκεκριμένου αφηγήματος του Κλάιστ, αποφασίζει να το μεταφέρει στη σκηνή αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη μετάφραση, τη δραματουργική προσαρμογή, τη σκηνοθεσία και τη σκηνική του απόδοση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, επομένως το αποτέλεσμα λίγο θυμίζει την κλασική απαγγελία ενός μονολόγου. Αλλά και πάλι, ο Νίκος Αλεξίου δεν αφηγείται απλά μια ιστορία επί σκηνής. Αυτό που κάνει είναι – δίχως υπερβολή – να μεταμορφώνεται ο ίδιος στην ιστορία, και, μονάχα με τη φωνή, την έκφραση του προσώπου του και την κίνηση του σώματός του, να μεταβιβάζει ολοζώντανα στους θεατές του όλους τους χαρακτήρες της (από τον Κόλχαας, τον υπηρέτη του, τη γυναίκα του κ.α. μέχρι και τα... άλογα) κι όλες τις συναρπαστικές καταστάσεις και περιπέτειες που αυτοί βιώνουν.
     Δεν υπάρχουν στην κατάμαυρη, άδεια σκηνή (ονόματι «ΣΤΑΘΗΣ ΣΥΡΟΣ») του θεάτρου «Τόπος Αλλού» παρά μια λευκή καρέκλα, ο Νίκος Αλεξίου καθισμένος σ’ αυτήν και πάνω στο σώμα του οι γλαφυροί φωτισμοί που παραλλάσσονται ανάλογα με τα λεγόμενά του. Κι όμως, μέσα σε αυτό το τόσο λιτό σκηνικό καταλήγουμε να παρακολουθούμε άμαξες με άλογα που καλπάζουν, μάχες, λεηλασίες και πυρκαγιές, σκηνές τόσο δυνατές και συγκινητικές που σε καθηλώνουν. Συνταρακτική η «εικόνα» του θανάτου της Λιζέτας, συζύγου του Κόλχαας, σχεδόν φέρνει δάκρυα στα μάτια των θεατών, ενώ η ηρωική επιλογή του στο τέλος της παράστασης, η επιλόγη ενός ένδοξου θανάτου χάριν βαθύτερων αξιών αντί γι’ αυτήν μιας συμβατικής, ταπεινωμένης ζωής χωρίς ιδανικά, μάς αφήνει όλους μας με ένα αίσθημα απόλυτης ανακούφισης και με μια βαθιά επιθυμία ταύτισης με τον πρωταγωνιστή-έμβλημα ανδρείας, ακεραιότητας και αξιοπρέπειας.
      Συνοψίζοντας, αρκεί να γράψω ότι μετά το τέλος της παράστασης ο Νίκος Αλεξίου βγήκε από τη σκηνή, ξαναμπήκε και υποκλίθηκε τέσσερις φορές (!), καθότι τα ηχηρά, ενθουσιώδη χειροκροτήματα δεν έλεγαν να κοπάσουν. Την τέταρτη δε φορά ήταν που κατάφερε πια να «βγει» από το κλίμα του σκοτεινού, τόσο όμορφου όσο και άγριου, τόσο μακρινού όσο και επίκαιρου «παραμυθιού» που μας αναπαράστησε, και να χαμογελάσει στο κοινό του με την ικανοποίηση του χαρισματικού καλλιτέχνη, ο οποίος πέτυχε τον δύσκολο, μοναχικό στόχο του και με το παραπάνω.

Μαγνητοσκοπημένο απόσπασμα από την παράσταση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου