«Το ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας», του Μαρκ Τουέιν
στο φουαγιέ του θεάτρου Επί Κολωνώ
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Η Άννα Κουτσαφτίκη (Εύα), ο Βασίλης Ανδρέου (Όφις) και ο Δημήτρης Μυλωνάς (Αδάμ). |
Όχι, σαφώς και δεν είχαν εφευρεθεί τα ημερολόγια την εποχή που το πρώτο ζευγάρι ανθρώπων έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο! Το χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν, που βασίζεται στη βιβλική ιστορία των πρωτόπλαστων, αποτελεί μια «αλληγορία πάνω στην αλληγορία». Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον Αδάμ και την Εύα ως ένα βασικό «πρότυπο» ανθρώπινου ζεύγους προκειμένου να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του καθενός φύλου, να διευρενήσει, μέσω των κωμικοτραγικών καταστάσεων που τους τοποθετεί, τη μεταξύ τους σχέση, και, τέλος, να μελετήσει τα σημαντικότερα στάδια της ανθρώπινης ζωής: τον έρωτα, τη γέννηση και το θάνατο.
Η ιστορία του Τουέιν ξεκινά ως εξής: Η γαλήνη του μοναχικού, φιλήσυχου και – σε βαθμό ανίας – πραγματιστή Αδάμ διαταράσσεται από την έλευση της τρομερά ομιλητικής, ρομαντικής, ονειροπόλας και άκρως ενοχλητικής για τον ίδιο Εύας, που, συνεπαρμένη από τον ολοκαίνουριο, «φρεσκοπλασμένο» κόσμο, γράφει ασταμάτητα στο ημερολόγιό της τις εντυπώσεις της και δίνει συνεχώς ευφάνταστα ονόματα στις τοποθεσίες και στα έμβια όντα του Παραδείσου. Ο Αδάμ αρχικά επιλέγει να απομακρυνθεί από τη φλύαρη και αεικίνητη ταραχοποιό της ησυχίας του, (η οποία, αντίθετα, αποζητά διακαώς τη συντροφιά του) συνειδητοποιεί όμως στη συνέχεια ότι δεν αντέχει μακριά της. Οι διαφορές που τους χωρίζουν αποδεικνύονται παράλληλα και οι ελκτικές δυνάμεις που τους ενώνουν. Διότι, ο καθένας τους βρίσκει στο άλλο του μισό αυτό ακριβώς που λείπει στον ίδιο.
Ακολουθούν η εξαπάτηση από το φίδι, κι έπειτα η πτώση από τη χαριτωμένη ανεμελιά του αγαπημένου κήπου στη σκληρή καθημερινότητα της αστικής ζωής. Ο Τουέιν θα λέγαμε ότι παραλληλίζει την ιστορία των πρωτόπλαστων με κείνην μιας τυπικής ερωτικής σχέσης, που ξεκινά με «παραδεισένιο» τρόπο, δίχως έγνοιες και σκοτούρες, για να εξελιχτεί σε έναν αγώνα επιβίωσης, που απαιτεί θυσίες, κόπους και συμβιβασμούς και από τους δύο συντρόφους. Η αθωότητα των ηρώων, που, ως οι «πρώτοι» άνθρωποι, βιώνουν τη ζωή ως κάτι το καινοφανές, ένα «άγνωστο» που καλούνται να το εξερευνήσουν μόνοι τους και δίχως κανέναν καθοδηγητή (δεν υπάρχουν γι’ αυτούς γονείς ή δάσκαλοι για να συμβουλευτούν), αποτελεί το τέλειο «άλλοθι» για τον Τουέιν ώστε να ανιχνεύσει τα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, ανθρώπινα βιώματα «από την αρχή», δίχως τις παραπλανητικές προσμίξεις που έχουν υποστεί από τις ήδη πεπαλαιωμένες αντιλήψεις και την παράδοση. Η γέννηση προβάλλεται λοιπόν ολοκάθαρα ως ένα εκπληκτικό μυστήριο, η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών ως πρωτόγνωρες, εντυπωσιακές διαδικασίες όπου οι γονείς διδάσκουν και παράλληλα διδάσκονται, ο θάνατος ως ένα αναγκαίο, ανεξήγητο κακό που φέρνει αναπόφευκτα πόνο και σπαραγμό. Ο Αδάμ και η Εύα δεν παύουν να «ροκανίζουν» καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου του Τουέιν τον γλυκόπικρο «καρπό της γνώσης», που μπορεί να τους στέρησε τον γαλήνιο, δίχως προβλήματα μα και δίχως εναλλαγές, Παράδεισο, αλλά τους χάρισε μια πλήρη, ενδιαφέρουσα και συναρπαστική σαν περιπέτεια κοινή ζωή.
Η Λίλλυ Μελεμέ στην πολύ καλή και προσεγμένη διασκευή της επέλεξε να συνδέσει κάποιες από τις πιο βασικές σκηνές της ιστορίας του Τουέιν (όπου προβάλλονται οι παραπάνω ανθρώπινες εμπειρίες) σε ένα μουσικοχορευτικό «παραμύθι» επί σκηνής, μια τρυφερή ιστορία αγάπης με πολλά ευτράπελα. Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές της ευχάριστης, ανάλαφρης, και, σε κάποια σημεία, ιδιαιτέρως συγκινητικής αυτής παράστασης: το ζεύγος των πρωτόπλαστων, που εμφανίζονται σα δυο άκακα πλασματάκια όλο αφέλεια και αγνή παιδικότητα, και ο «τρισκατάρατος» Όφις, του οποίου ο ρόλος δε λαβαίνει τέλος μετά το προπατορικό αμάρτημα, όπως στη βιβλική ιστορία. Ο Όφις, παρών και στη Μετά Παραδείσου ζωή του Αδάμ και της Εύας, δεν παύει να τους παρακολουθεί, με τη βασική αμφίεση ενός κομπέρ-ταχυδακτυλουργού, αλλά και μέσα από διαρκείς μεταμορφώσεις σε δεκάδες πρόσωπα (από γέρο-ζητιάνο σε... γοητευτική χορεύτρια, από τραγουδιστή σε ταξιτζή), να κινεί τα νήματα της δράσης και να παίζει συνεχώς στα δάκτυλα το ζευγάρι, απλά κεντρίζοντας τις έμφυτες αδυναμίες του. Είναι σημαντικό να προσέξει κανείς ότι στις σκηνές πριν την Πτώση ο ίδιος ο Όφις μοιάζει να ενσαρκώνει ταυτόχρονα και το ρόλο του Θεού-Δημιουργού (έστω κι αν το κάνει περιπαιχτικά ή, έστω, απλώς αναπαραστατικά). Η δημιουργία, λοιπόν, των πρωτόπλαστων (και γενικά του ανθρώπινου γένους) μπορεί να ιδωθεί μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση σαν ένα είδος «φάρσας» σε βάρος τους, ένα αμείλικτο «παιχνίδι» που σκαρφίστηκε ένας είρωνας, σκανταλιάρης θεός προκειμένου να διασκεδάσει.
Ο Δημήτρης Μυλωνάς και η Άννα Κουτσαφτίκη δένουν ιδανικά επί σκηνής ως το πρώτο ζευγάρι. Κι οι δυο θυμίζουν απονήρευτα παιδάκια που πρέπει να μεγαλώσουν μόνα τους, πράγμα διόλου εύκολο. Όσο σπαρταριστές είναι οι αρχικές κόντρες τους, τόσο ειλικρινής και στοργική είναι και η αγάπη που μοιράζονται στη συνέχεια. Μπορεί οι χαρακτήρες που υποδύονται να μην είναι και τόσο ρεαλιστικοί, το παίξιμό τους όμως είναι άκρως βιωματικό, όλο γνήσιο συναίσθημα. Ιδιαίτερα η Άννα Κουτσαφτίκη, μία από τις πιο χαρισματικές νέες ηθοποιούς που έχω εντοπίσει, με ένα πρόσωπο - τέλειο καθρέφτη συναισθημάτων, διαπρέπει εξίσου στις κωμικές και στις δραματικές σκηνές της παράστασης, προκαλώντας πότε το γέλιο και πότε το δάκρυ των θεατών. Πιο χαμηλών τόνων ο Δημήτρης Μυλωνάς, όπως το απαιτεί άλλωστε κι ο ρόλος του, εντούτοις εξίσου αληθινός κι εξίσου... συμπαθέστατος. Απολαυστικός ο ανακατώστρας Όφις-Θεός-Παρουσιαστής κτλ., που υποδύεται ο Βασίλης Ανδρέου, ένα ακόμα ηθοποιός που τιμά την έννοια του όρου.
Έπαινος αξίζει στο μουσικοχορευτικό κομμάτι της παράστασης, και κυρίως στην πρωτότυπη, ιδιαίτερα μελωδική μουσική που συνέθεσαν οι «Παράξενες Μέρες», όπως και στους στίχους του Βασίλη Ανδρέου. Οι ηθοποιοί, ιδιαίτερα καλλίφωνοι (θα ξεχωρίσω και πάλι την Άννα Κουτσαφτίκη), απογειώνουν τα τραγούδια με τις ερμηνείες τους. Ωραία και η χορογραφία του τανγκό από τη Μόνικα Κολοκοτρώνη∙ ειλικρινείς και φιλότιμες οι προσπάθειες των ηθοποιών να την υπηρετήσουν πιστά, με τον Βασίλη Ανδρέου να υπερτερεί των υπολοίπων σε κίνηση, ευελιξία και ρυθμό.
Εύστοχοι και ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Τα κοστούμια των Αλεξάνδρα Σιάφκου και Αριστοτέλη Καρανάνου ιδιαίτερα, ευφάνταστα και παράλληλα λειτουργικά. Το σκηνικό τους καλαίσθητο και πρωτότυπο, αν και στον συγκεκριμένο χώρο φάνηκε μάλλον να ασφυκτιά, τόσο το ίδιο, όσο και ολόκληρη η παράσταση. Βλέπετε, υπήρξα από τους τυχερούς που παρακολούθησαν πέρισυ το «Ημερολόγιο» στον σκάλες ανώτερο θεατρικό χώρο του «Συνεργείου». Εκεί, η θέαση ήταν όντως «παραδεισένια», καθότι αφενός υπήρχαν καθίσματα σε κερκίδες, που διευκόλυναν όλους μας να βλέπουμε εξίσου καλά, και αφετέρου η παράσταση «ανέπνεε» πιο ελεύθερα και το σκηνικό ήταν στημένο με τρόπο που να αναδεικνύεται η καλαισθησία του και να ξεκαθαρίζεται ο συμβολικός του ρόλος. Εκτός από τη θέαση, απολαυστικότερη ήταν κι η ακρόαση, μιας και ο χώρος του «Συνεργείου» διέθετε και καλύτερη ακουστική. Έχω τη γνώμη πως η επιλογή του φουαγιέ στο Επί Κολωνώ (ένα στενόχωρο μπαρ με λίγες θέσεις στο ίδιο επίπεδο, που κάνουν όλους όσους δεν βρίσκονται στις πρώτες θέσεις και δε φημίζονται για το ανάστημά τους να... πασχίζουν να παρακολουθήσουν τα επί σκηνής τεκταινόμενα) αδικεί πολύ την όμορφη και καλοδουλεμένη αυτή παράσταση. Δεν είμαι γενικώς αντίθετη με τη χρήση τέτοιων χώρων για θεατρικά δρώμενα, υπό τον όρο όμως ότι αυτά ανήκουν στο είδος που τους ταιριάζει. Όμως, άλλο stand-up comedy, άλλο αυτοσχεδιαστικό δρώμενο, κι άλλο θεατρική παράσταση. Για την τελευταία, είναι πιστεύω ευνόητο πως καθίσταται απαραίτητος ένας χώρος που να πληρεί κάποιες βασικές προϋποθέσεις.
Με δυο λόγια: μια διαφορετική και πρωτότυπη παράσταση που διασκεδάζει, συγκινεί, και παράλληλα κεντρίζει με βελόνα σχεδόν ανεπαίσθητη τους πιο μύχιους υπαρξιακούς προβληματισμούς μας. Εύχομαι καλή και δημιουργική χρονιά στους αξιέπαινους συντελεστές του «Ημερολογίου», και, σε περίπτωση που η παράσταση επαναληφθεί και του χρόνου (κάτι που σίγουρα θα άξιζε να συμβεί), έναν πιο αρμόδιο θεατρικό χώρο...
Πληροφορίες για το που και κάθε πότε παίζεται:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου