«Γιοι και κόρες: μια παράσταση για την αναζήτηση της
ευτυχίας»,
του Γιάννη Καλαβριανού
από την ομάδα Sforaris
στο Φεστιβάλ Αθηνών 2012 (Πειραιώς 260, Κτήριο Ε)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Τρεις από τους ηθοποιούς της παράστασης: η Αλεξία Μπεζίκη, η Άννα Ελεφάντη και ο Κωνσταντίνος Ντέλλας. |
Και μόνο ο τίτλος αρκεί για να προδιαθέσει
θετικά τους επίδοξους θεατές της συγκεκριμένης παράστασης - η αναζήτηση της
ευτυχίας, ποιος άραγε δε θα μοχθούσε για να την ανακαλύψει; Κι όμως, εφαλτήριο
για τη γέννησή της έχει αποτελέσει ένα θλιβερό γεγονός: ο πρόσφατος θάνατος του
παππού του σκηνοθέτη της, Γιάννη Καλαβριανού, ο οποίος έτυχε να ζήσει από πρώτο
χέρι τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» - ένα δυσάρεστο ιστορικό γεγονός που
του άφησε μια εξίσου δυσάρεστη κληρονομιά: τη βαρηκοΐα.
Το ξάφνιασμα του Γιάννη Καλαβριανού, που άργησε
πολύ να πληροφορηθεί ότι ήταν απόγονος ενός ανθρώπου που μετείχε σε ένα τόσο
σημαντικό ιστορικό συμβάν (και συνάμα τόσο απόμακρο για τον ίδιο ώστε να
φαντάζει σχεδόν θρυλικό στα μάτια του), αποτέλεσε το πρώτο «λίπασμα» για να
βλαστήσει μες στην ομάδα Sforaris η άκρως ενδιαφέρουσα
και πρωτότυπη ιδέα να «ξεψαχνίσουν» το παρελθόν πολλών παππούδων και γιαγιάδων,
οι οποίοι είχαν βιώσει στο πετσί τους παρόμοια γεγονότα-σταθμούς της ελληνικής
ιστορίας. Έτσι, οι πέντε ηθοποιοί της ομάδας συνέλεξαν την «πρώτη ύλη» της
παράστασης μέσα από ογδόντα συνεντεύξεις που πήραν από ηλικιωμένους ανθρώπους
σε όλη την Ελλάδα, ανθρώπους ποικίλων πολιτικών ιδεολογιών, ηθικών αξιών και
μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, με μόνη βασική προϋπόθεση όλοι
τους να έχουν πλέον αποσυρθεί επαγγελματικά. Ογδόντα παππούδες και γιαγιάδες
του τόπου μας, λοιπόν, κλήθηκαν να ταξιδέψουν ξανά στη χώρα των πιο έντονων και
τρυφερών αναμνήσεων της ζωής τους, να ξανανιώσουν, να ξαναγίνουν «γιοι και
κόρες», όπως όλοι μας κάποτε υπήρξαμε - και οι περισσότεροι και πιο τυχεροί από
μας είμαστε ακόμα...
Οι ιστορίες των παππούδων που τελικά
επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως βασικά συστατικά στο θεατρικό του κείμενο ο
Γιάννης Καλαβριανός εκτυλίσσονται μέσα σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο
διαρκώς εναλλασσόμενο, που με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνεται προς το ολοένα
και πιο πρόσφατο παρελθόν (από το 1940 μέχρι το 2004 περίπου). Στο σπονδυλωτό,
κατά βάση αφηγηματικό αυτό έργο τα γεγονότα-σταθμοί της ιστορίας φωτίζουν
στιγμιαία σαν πελώριοι λαμπτήρες με ένα μάλλον καταστροφικό και πένθιμο φως τις
ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές των νεαρών ηρώων του. Κοπέλες και νέοι νιώθουν τα
πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα κρυμμένοι σε ένα σκοτεινό καταφύγιο υπό τον
απειλητικό θόρυβο των εχθρικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων στον Πειραιά το ’40, μια
έγκυος γυναίκα μένει χήρα όταν ο άντρας της εκτελείται προδομένος από τους
ίδιους του τους συγγενείς στον Εμφύλιο, δύο παιδιά χάνουν τον πατέρα τους στο
μεγάλο σεισμό στα Επτάνησα, ενώ το τείχος που χωρίζει την ανατολική από τη
δυτική Γερμανία στο Βερολίνο δε στέκεται εμπόδιο στη δυνατή αγάπη δυο νέων Ελλήνων
φοιτητών, οι οποίοι θα χωρίσουν αργότερα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες... Πληθώρα
μορφών «ανωτέρας βίας» σημαδεύει και συχνά καθορίζει τη ζωή των απλών,
«ανώνυμων» ανθρώπων, που προσπαθούν επίμονα να συνεχίσουν την πορεία τους προς
την πληρότητα και την ευτυχία αντιπαλεύοντας με όλες τους τις δυνάμεις τις
αντιξοότητες που τους επιβάλλουν οι λογής τρανοί «εξωτερικοί παράγοντες» (διαφωνίες
κρατών-πολιτικών ιδεολογιών, άτυπες μα καταπιεστικές κοινωνικές επιταγές,
θεομηνίες κ.α.). Άνθρωποι που θυμίζουν όμοια μικροσκοπικά καραβάκια - έρμαια
μιας απέραντης τρικυμισμένης θάλασσας, τα οποία πασχίζουν όπως-όπως να εγγίσουν
τα επίσης όμοια, ταπεινά λιμανάκια τους. Πυξίδα τους, πάντα η αγάπη, καθώς και
η λαχτάρα για μια ήσυχη και όμορφη, δίχως περιττά και υπερβολικά φτιασιδώματα
ζωή...
Η διαλογή του ογκώδους, πλούσιου υλικού
και η ακόλουθη μετατροπή του σε ένα αξιόλογο θεατρικό πόνημα σίγουρα αποτέλεσε
ένα ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα, στο οποίο όμως ο Γιάννης Καλαβριανός
ανταπεξήλθε πολύ παραπάνω από ικανοποιητικά. Το κείμενο που φιλοτέχνησε μπορεί
να ιδωθεί ως μια εναλλακτική, άκρως δελεαστική πρόταση στη σύγχρονη
δραματουργία να εγκαταλείψει το αποκλειστικό εστίασμα στη διεξοδική μελέτη και
ανάλυση λίγων και λεπτομερώς σχεδιασμένων χαρακτήρων και των λογής
αλληλεπιδράσεών τους και να δοκιμάσει να επιστήσει την προσοχή της στα κυρίαρχα
ανθρώπινα γνωρίσματα των πολλών «καθημερινών» ανθρώπων, του «πλήθους», ενός
συγκεκριμένου λαού για παράδειγμα όπως
αυτός πορεύεται, άλλοτε με πιότερη άνεση, άλλοτε με αγκομαχητά, μέσα στα
τρανταχτά συμβάντα που σημαδεύουν τις δεκαετίες του τόπου του. Ως προς το ύφος
του, το θεατρικό έργο του Γιάννη Καλαβριανού χαρακτηρίζεται από απλότητα,
αμεσότητα και από μια υποφώσκουσα ποιητική χροιά, ενώ η υπόθεση (ή μάλλον το
αρμονικό «κολάζ» των πολλαπλών υποθέσεών του) εκτυλίσσεται σε γρήγορους ρυθμούς
πάνω σε συνεχείς εναλλαγές γλυκόπικρων συναισθημάτων.
Φυσικά η παράσταση, σκηνοθετημένη από τον
ίδιο το συγγραφέα του «θεμέλιου» κειμένου της, αναδείκνυεται εξίσου άμεση,
ανεπιτήδευτη και, ασφαλώς, απέριττα λυρική. Ειδική μνεία αξίζει το πνευματώδες,
όλο φρεσκάδα χιούμορ της, που βρίσκει θεαματική ανταπόκριση στο κοινό. Το πιο
αξιοπρόσεκτο γνώρισμά της πάντως είναι ότι, παρότι βασίζεται στη συρραφή πολλών
διαφορετικών ιστοριών, που επιπροσθέτως ανήκουν και σε διαφορετικές χρονικές
περιόδους, η θεατρική αυτή παράσταση δε στερείται διόλου ενότητας. Κάθε άλλο: οι ποικίλες περιπέτειες των πρωταγωνιστών της,
που μοναδικά κοινά στοιχεία έχουν τα νιάτα και την εθνικότητά τους, σμίγουν
αρμονικά σαν πολύχρωμες ψηφίδες, οι οποίες, ιδωμένες από τα καθίσματα των
θεατών, φαίνονται να σχηματίζουν στο σύνολό τους ένα φιλικό, τρυφερό και κάπως
τυραννισμένο πορτρέτο της ίδιας της ζωής...
Η λιτότητα των μέσων κυριαρχεί παντού,
ξεκινώντας από την υποκριτική των πέντε ηθοποιών (Άννα Ελεφάντη, Μαρία Κοσκινά,
Αλεξία Μπεζίκη, Κωνσταντίνος Ντέλλας και Γιώργος Παπαπαύλου), που αλλάζουν κάθε
τόσο ρόλους σαν τα πουκάμισα, χωρίς ωστόσο να αλλάζουν και... πουκάμισα (τα «κοστούμια»
που επιλέγουν οι Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και Ράνια Υφαντίδου, συνηθισμένα καθημερινά
ρούχα χωρίς την παραμικρή νύξη εποχής ή ταυτότητας, παραμένουν σταθερά σε όλη
τη διάρκεια της παράστασης). Όλοι οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες τους
με φυσικότητα και ειλικρίνεια, χωρίς εκτεταμμένες καταδύσεις στο βυθό του
βιωματικού θεάτρου (κάτι το πρακτικά αδύνατον για ευνόητους λόγους), ενώ το
παίξιμό τους θυμίζει συχνά παίξιμο παιδιών που συμμετέχουν σε ένα θεατρικό
παιχνίδι – κι αυτό είναι μάλλον κάτι το θετικό, διότι τα μικρά παιδιά ως επί τω
πλείστω διακρίνονται από αγνό αυθορμητισμό, γνησιότητα αισθημάτων και
εκπληκτική άνεση στους θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς τους. Τα σκηνικά αντικείμενα
(Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου) συνίστανται σε απολύτως βασικά είδη
καθημερινής χρήσης (καρότσια σουπερμάρκετ, καρέκλες, τραπέζια, πανιά και κουβέρτες
κ.α., ομοίως «άχρονα» και με κανέναν τρόπο υπαινυκτικά) και αφήνονται στο θεατή
να τα «ολοκληρώσει» με τη φαντασία του – κάποια δε από αυτά είναι ιδιαίτερα
χαριτωμένα, όπως κάτι χάρτινα σπιτάκια που οι ηθοποιοί «τραντάζουν» την ώρα
ενός σεισμού ή τα χωρίζουν κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου, σκιτσάροντας
έτσι μια δεδομένη κατάσταση με τον πλέον ανεπίπλαστο και σαφή τρόπο. Η
ατμοσφαιρικότητα επιτυγχάνεται με απλά θεατρικά τεχνάσματα, όπως με μερικές φωτισμένες
παπαρούνες που «ανθίζουν» στο βάθος της σκηνής, ένα λάστιχο που χύνει αληθινό νερό,
μπουκάλια με εκπυρσοκροτούμενα κομφετί, ακόμα και... μπουρμπουλήθρες, ενώ
υπηρετείται εξίσου πιστά από τους ωραίους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, την
ευχάριστη μουσική του Χρύσανθου Χριστοδούλου και τα μελωδικά τραγούδια του
Γιώργου Γλάστρα και της Χριστίνας Μαξούρη, καθώς και με τα ελληνικά και ξένα, λαϊκά
και μοντέρνα, γενικώς ετερόκλητα «σουξέ» που απαγγέλουν με πάθος οι ηθοποιοί.
Ορθή επιλογή, ακόμα, ο διακριτικός, αποσαφηνιστικός ρόλος των βιντεοπροβολών.
Με λίγα λόγια, η παράσταση «Γιοι και
κόρες» αποτελεί για τους θεατρόφιλους μια συγκινητική και συνάμα σπαρταριστή, πρωτόγνωρη
θεατρική εμπειρία που αγγίζει την ψυχή βαθιά και έντονα με τρόπο μαγικό, αποδεικνύοντας
παράλληλα και στους οικονομικά στριμωγμένους καλλιτέχνες του σήμερα ότι μπορείς
να κάνεις πολλά με το τίποτα, αρκεί να έχεις έμπνευση, όρεξη, ταλέντο και «τρέλα».
Το βαθύτερο μυστικό της γοητείας της παράστασης συνοψίζεται στο γεγονός ότι οι
ήρωές της, αδρόγραμμα σκίτσα υπαρκτών προσώπων, εκτός από ότι μοιάζουν μεταξύ
τους στις βασικές επιδιώξεις τους, ταυτόχρονα μοιάζουν εκπληκτικά και σε μας τους ίδιους. Παρατηρώντας τις περιπέτειες
των επί σκηνής πρωταγωνιστών ο καθένας μας μπορεί, εκτός από το ξεκρίνει μέσα
σε αυτές την ταραχώδη νεανική ηλικία των παππούδων του, να δει σε πολλά σημεία και
τον ίδιο του τον εαυτό τοποθετημένο
σε μια άλλη, άγνωρη κι όμως τόσο παράξενα οικεία, εποχή...
Κείμενο-Σκηνοθεσία
Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά-Κοστούμια
Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου
Μουσική
Χρύσανθος Χριστοδούλου
Τραγούδι
Γιώργος Γλάστρας-Χριστίνα Μαξούρη
Φωτισμοί
Τάσος Παλαιορούτας
Επιμέλεια κίνησης
Αλεξία Μπεζίκη
Ερμηνεύουν
Άννα Ελεφάντη
Μαρία Κοσκινά
Αλεξία Μπεζίκη
Κωνσταντίνος Ντέλλας
Γιώργος Παπαπαύλου
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 10€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ)
Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή της Εταιρίας Θεάτρου Sforaris, του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και του Φεστιβάλ Αθηνών.
Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά-Κοστούμια
Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα-Ράνια Υφαντίδου
Μουσική
Χρύσανθος Χριστοδούλου
Τραγούδι
Γιώργος Γλάστρας-Χριστίνα Μαξούρη
Φωτισμοί
Τάσος Παλαιορούτας
Επιμέλεια κίνησης
Αλεξία Μπεζίκη
Ερμηνεύουν
Άννα Ελεφάντη
Μαρία Κοσκινά
Αλεξία Μπεζίκη
Κωνσταντίνος Ντέλλας
Γιώργος Παπαπαύλου
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 10€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ)
Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή της Εταιρίας Θεάτρου Sforaris, του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και του Φεστιβάλ Αθηνών.
Παραστάσεις: 15-16 & 18/6, 9 μ.μ.
*Η παράσταση θα ξαναπαιχτεί το Νοέμβρη στην Αθήνα.